ΔΙΚΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΛΟΥΜΠΙΔΗ
Από τη Σωτηρία του υπόκωφου θάνατουέως τη σωτηρία της ψυχής σου,
πάνου στο πήλινο Γουδί του αθάνατου
πόνου,
στενή κι αδιάβατος, τραχεία η οδός –
κι απ’ όσες βάραιναν σκλαβιές τον κλήρο σου,
απ’ όσες λευτεριές σκαρφάλωναν
στο τιμημένο της ζωής σου όραμα:
η Ελευθερία του Σταυρού,
στερνό μίλημα της άφθαρτης γαλήνης σου –
ενώπιος ενωπίω στη μοναξιά σου
κι η αχή σου ν’ αντηχεί εν τη ερήμω∙
ολούθε σε τυλίγουν οι κραυγές: τον Βαραββάν,
πάντοτε κι απανταχού οι κραυγές: τον Βαραββάν –
όχι εσένα, προ παντός, όχι ε σ έ ν α∙
την ιερή πλήρωση του κύκλου σου,
το σιωπηλό σπασμό του χρέους,
την κρυφή αγωνία του σκαμένου μαρτύριου –
ώ, σιγαληνή αδημονία του:
ο ποιείς, ποίησον τάχιον,
κι οι φρουροί ένα γύρω μ’ εξαντλητική καθυστέρηση
και μήτε ποιητής, μήτε τ’ ουρανού τα κύματα,
να χαιρετίζουν το μήνυμα της ολοδικής σου Ειρήνης,
στο τελευταίο της λευτεριάς σου βλέμμα –
γιέ, αλγεινής μοίρας,
απόστολε της έσχατης ερήμωσης∙
το στεφάνι σου εξ ακανθών, μαρμάρινο στεφάνι,
στ’ αναρτημένα λείψανα της εποχής μας.
Τέλενδος
ή το πέτρινο πρόσωπο της αγαπημένης
Ι.
«Δεν έχει νικητές και νικημένους
η αποφράς ήμερα
που όλα θα τα σκεπάσει
το αλμυρό νερό» —
ήχος αιώνιος και τελετουργικός
σα μυστικό γραμμένο υπερκόσμια
στο πέτρινο πρόσωπο της αγαπημένης,
που ο τοπικός γεωγράφος ονόμασε:
«η μικρά νήσος Τέλενδος»,
και ο γραμματικός:
το αληθινό πρόσωπο της ιστορίας·
αφού ο καθένας μπορεί να διαβάσει
τα δικά του νήματα της ζωής·
και ο άνθρωπος της ζωής:
το τέλειο και παντοτινό
πρόσωπο της αγάπης,
αφού σαν πέτρινο δεν αλλάζει,
όταν κάθε αγάπη αλλάζει.
ή το πέτρινο πρόσωπο της αγαπημένης
Ι.
«Δεν έχει νικητές και νικημένους
η αποφράς ήμερα
που όλα θα τα σκεπάσει
το αλμυρό νερό» —
ήχος αιώνιος και τελετουργικός
σα μυστικό γραμμένο υπερκόσμια
στο πέτρινο πρόσωπο της αγαπημένης,
που ο τοπικός γεωγράφος ονόμασε:
«η μικρά νήσος Τέλενδος»,
και ο γραμματικός:
το αληθινό πρόσωπο της ιστορίας·
αφού ο καθένας μπορεί να διαβάσει
τα δικά του νήματα της ζωής·
και ο άνθρωπος της ζωής:
το τέλειο και παντοτινό
πρόσωπο της αγάπης,
αφού σαν πέτρινο δεν αλλάζει,
όταν κάθε αγάπη αλλάζει.
Στην ακροθαλασσιά
Μια μέρα όλα θα τα σκεπάσει
το αλμυρό νερό
κι εσένα με τα πλεχτά μαλλιά σου
στον ούριο άνεμο,
κι έμενα που φυτεύω με ταραχή
μέσα στην άμμο
στολίδια απ’ την ανάσα σου,
και απ’ το πρόθυμο δέρμα σου
εφτά ολόσωμες βιβλικές χώρες
με τα εφτά αρχιτεκτονικά τους θαύματα
ολοζώντανα να θροούν τριγύρω σου,
σπαρταριστές σκιές
στο μυθικό δέρμα σου,
στην ακροθαλασσιά —
μια μέρα τα χέρια σου
μέσα στα χέρια μου
ανελέητα,
μια μέρα το πρόσωπο σου
στο πρόσωπο μου
απεγνωσμένα·
μιαν άλλη μέρα, μιαν άλλη
όταν όλα θα τα σκεπάσει
το αλμυρό νερό.
Μια μέρα όλα θα τα σκεπάσει
το αλμυρό νερό
κι εσένα με τα πλεχτά μαλλιά σου
στον ούριο άνεμο,
κι έμενα που φυτεύω με ταραχή
μέσα στην άμμο
στολίδια απ’ την ανάσα σου,
και απ’ το πρόθυμο δέρμα σου
εφτά ολόσωμες βιβλικές χώρες
με τα εφτά αρχιτεκτονικά τους θαύματα
ολοζώντανα να θροούν τριγύρω σου,
σπαρταριστές σκιές
στο μυθικό δέρμα σου,
στην ακροθαλασσιά —
μια μέρα τα χέρια σου
μέσα στα χέρια μου
ανελέητα,
μια μέρα το πρόσωπο σου
στο πρόσωπο μου
απεγνωσμένα·
μιαν άλλη μέρα, μιαν άλλη
όταν όλα θα τα σκεπάσει
το αλμυρό νερό.
Τα δάκρυα
Θέλω να γράψω ένα ποίημα πιο αγέρωχο
απ’ το αλμυρό νερό,
ένα ποίημα εκκωφαντικό και υπόκωφο
σαν την ισόβια δύναμη της θάλασσας·
θέλω να γράψω ένα ποίημα εσωτερικά ζεστό
όπως το αίμα, που δε χρειάζεται τις λέξεις,
ένα ποίημα που να υπάρχει χωρίς λέξεις·
αλλά δε βρήκα τις αμίλητες λέξεις,
με έχουν βρει μονάχα, όπως γράφω τώρα,
τα δάκρυα —
θα μαζέψω όλα τα δάκρυα
κι εκείνα που μου ξέφυγαν μπροστά σε άλλους,
και τα ορμητικά που έτρεξαν,
σαν αφρικάνικος καταρράχτης,
πάνω στο πρόσωπο μου,
σε αναρίθμητους καιρούς·
θα μαζέψω όλα τα δάκρυα κι απ’ τα πολλά αθώα
μάτια που αγάπησα παράφορα,
αλλά κι απ’ τα διαφορετικά μάτια
που έτυχε ασυλλόγιστα να με μισήσουν.
Γιατί μια μέρα, θα τα σκεπάσει όλα
το αλμυρό νερό,
θα πνίξει τις λέξεις και θ’ αλλάξουν τα χρώματα,
αλλά θα μείνει το ποίημα με τα δάκρυα,
για να το βρουν τα άλλα δάκρυα
που περιμένουν,
ακόμη αγέννητα,
στο βυθό.
Θέλω να γράψω ένα ποίημα πιο αγέρωχο
απ’ το αλμυρό νερό,
ένα ποίημα εκκωφαντικό και υπόκωφο
σαν την ισόβια δύναμη της θάλασσας·
θέλω να γράψω ένα ποίημα εσωτερικά ζεστό
όπως το αίμα, που δε χρειάζεται τις λέξεις,
ένα ποίημα που να υπάρχει χωρίς λέξεις·
αλλά δε βρήκα τις αμίλητες λέξεις,
με έχουν βρει μονάχα, όπως γράφω τώρα,
τα δάκρυα —
θα μαζέψω όλα τα δάκρυα
κι εκείνα που μου ξέφυγαν μπροστά σε άλλους,
και τα ορμητικά που έτρεξαν,
σαν αφρικάνικος καταρράχτης,
πάνω στο πρόσωπο μου,
σε αναρίθμητους καιρούς·
θα μαζέψω όλα τα δάκρυα κι απ’ τα πολλά αθώα
μάτια που αγάπησα παράφορα,
αλλά κι απ’ τα διαφορετικά μάτια
που έτυχε ασυλλόγιστα να με μισήσουν.
Γιατί μια μέρα, θα τα σκεπάσει όλα
το αλμυρό νερό,
θα πνίξει τις λέξεις και θ’ αλλάξουν τα χρώματα,
αλλά θα μείνει το ποίημα με τα δάκρυα,
για να το βρουν τα άλλα δάκρυα
που περιμένουν,
ακόμη αγέννητα,
στο βυθό.
Οι λέξεις της Πυθίας
“Αν κατεβαίνουν βράχοι απ’ τα βουνά
και φράζουν το λαρύγγι μου τις νύχτες,
δεν είναι γιατί έπαιξαν το ρόλο τους
και στη δική μου τη ζωή οι Φαιδριάδες.
Άλλα αυτά τα διφορούμενα χαρτιά
με τις ασάφειες στις λέξεις της Πυθίας.
Οι διφορούμενες κομματικές αποφάσεις,
οι διφορούμενες φιλικές σχέσεις,
τα διφορούμενα οργανωτικά —
μια ολόκληρη ζωή
σε διφορούμενες διασυνδέσεις.
Με τις λέξεις της Πυθίας ακολουθήσαμε
τη μια πράξη μετά την άλλη,
και μονάχα μία πράξη δε χωράει
λέξη διφορούμενη. Η τελευταία
που μας άφησε η Πυθία να τη μαντεύσομε
ολομόναχοι”
τώρα που ζήσαμε ολομόναχοι,
αγαπήσαμε ολομόναχοι,
προδοθήκαμε
και μείναμε ολομόναχοι
ως αυτή την ακροθαλασσιά,
απέναντι
στο πέτρινο πρόσωπο
“Αν κατεβαίνουν βράχοι απ’ τα βουνά
και φράζουν το λαρύγγι μου τις νύχτες,
δεν είναι γιατί έπαιξαν το ρόλο τους
και στη δική μου τη ζωή οι Φαιδριάδες.
Άλλα αυτά τα διφορούμενα χαρτιά
με τις ασάφειες στις λέξεις της Πυθίας.
Οι διφορούμενες κομματικές αποφάσεις,
οι διφορούμενες φιλικές σχέσεις,
τα διφορούμενα οργανωτικά —
μια ολόκληρη ζωή
σε διφορούμενες διασυνδέσεις.
Με τις λέξεις της Πυθίας ακολουθήσαμε
τη μια πράξη μετά την άλλη,
και μονάχα μία πράξη δε χωράει
λέξη διφορούμενη. Η τελευταία
που μας άφησε η Πυθία να τη μαντεύσομε
ολομόναχοι”
τώρα που ζήσαμε ολομόναχοι,
αγαπήσαμε ολομόναχοι,
προδοθήκαμε
και μείναμε ολομόναχοι
ως αυτή την ακροθαλασσιά,
απέναντι
στο πέτρινο πρόσωπο
Τα οράματα των πεθαμένων
ι
Μέρα στυγνή, μέρα αποτρόπαιη,
μετρημένη με το σταγονόμετρο,
μέρα που μεταφέρεις,
με το ρυθμικό σου βάδισμα,
το αναπότρεπτο,
χασομέρισε λίγο το αλμυρό νερό σου
σ’ αυτό τον ταπεινό και άνισο
βράχο,
πίσω από τις καλαμιές —
μονάχα φωτοσκιάσεις δυσανάγνωστες
έχει απ’ τη ζωή μας,
νυχτερινές παραχαράξεις,
λιγοστές και σκόρπιες λέξεις
απ’ τα τίμια και ιερά,
τα προαιώνια συνθήματα.
Κι αν μας επέβαλαν τη διφορούμενη γλώσσα,
εμείς πρόθυμοι δώσαμε σφουγγάρια
πνιγμένα στο αίμα μας,για να σβήσουν
κάθε διφορούμενη γλώσσα.
II
Κι αν έρθουν άλλοι αγώνες,
κι αν έρθουν άλλοι σκοτωμοί,
κι αν έρθει πείνα
και απόσπασμα
και φονικό,
μέρα στυγνή, μέρα αποτρόπαιη
που με το αλμυρό νερό σου
σκεπάζεις αδιάφορη τους αιώνες,
χασομέρησε στο μοναχικό βράχο
πίσω από τις καλαμιές.
Εδώ σταθήκαμε όρθιοι,
αγωνιστήκαμε όρθιοι,
γι’ αυτό κρατάμε όρθιοι
και τα οράματα
των δικών μας πεθαμένων.
ι
Μέρα στυγνή, μέρα αποτρόπαιη,
μετρημένη με το σταγονόμετρο,
μέρα που μεταφέρεις,
με το ρυθμικό σου βάδισμα,
το αναπότρεπτο,
χασομέρισε λίγο το αλμυρό νερό σου
σ’ αυτό τον ταπεινό και άνισο
βράχο,
πίσω από τις καλαμιές —
μονάχα φωτοσκιάσεις δυσανάγνωστες
έχει απ’ τη ζωή μας,
νυχτερινές παραχαράξεις,
λιγοστές και σκόρπιες λέξεις
απ’ τα τίμια και ιερά,
τα προαιώνια συνθήματα.
Κι αν μας επέβαλαν τη διφορούμενη γλώσσα,
εμείς πρόθυμοι δώσαμε σφουγγάρια
πνιγμένα στο αίμα μας,για να σβήσουν
κάθε διφορούμενη γλώσσα.
II
Κι αν έρθουν άλλοι αγώνες,
κι αν έρθουν άλλοι σκοτωμοί,
κι αν έρθει πείνα
και απόσπασμα
και φονικό,
μέρα στυγνή, μέρα αποτρόπαιη
που με το αλμυρό νερό σου
σκεπάζεις αδιάφορη τους αιώνες,
χασομέρησε στο μοναχικό βράχο
πίσω από τις καλαμιές.
Εδώ σταθήκαμε όρθιοι,
αγωνιστήκαμε όρθιοι,
γι’ αυτό κρατάμε όρθιοι
και τα οράματα
των δικών μας πεθαμένων.
(Επιλογή Σ.Π. από το βιβλίο του Δημήτρη Δούκαρη “το πέτρινο πρόσωπο”, Εκδόσεις Τομές, Αθήνα 1979)
ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΟΥΚΑΡΗ
Χρόνια τώρα, προσπαθώ να τακτοποιήσω τη σχέση μου
με την ποίηση του Δημήτρη Δούκαρη και, χρόνια τώρα, μπερδεύομαι και
ξεστρατίζω. Παρεμβάλλονται η επιβλητική μορφή του και η προσωπική μου
σχέση με τον ποιητή από το 1956 ως τον αδόκητο, το Μάϊο του 1982, θάνατο
του, και μου ανακατεύουν τα χαρτιά. Δεν είναι εύκολο σ’ έναν
ερασιτέχνη, δηλαδή σ’ έναν αφόρητα αισθηματία, να διαχωρίσει την
προσωπικότητα του από το έργο του.
Τον θυμάμαι στο υπερυψωμένο δωμάτιο του -
πανωσήκωμα με εξωτερική πρόσβαση σ’ ένα προσφυγικό σπίτι στο κέντρο της
Νέας Ιωνίας - βαμμένο κατακόκκινο, καθισμένον σε μια πάνινη πολυθρόνα,
δίπλα σ’ ένα πολύ μικρό τραπεζάκι, που χρησιμοποιούσε ως γραφείο, και
πάνω από αυτό, στον τοίχο, το γνωστό πορτραίτο του Βλαδίμηρου Ίλιτς. Αν
ζούσε ο Λένιν περισσότερο, έλεγε, όλα θα ήταν διαφορετικά. Όπως τη
δεκαετία του ‘20, τότε που η Ρωσία ήταν η πρωτοπορία σε όλα (και κυρίως
στην Τέχνη) και υπήρχε ακόμη ο ενθουσιασμός και η ελπίδα της
Επανάστασης.
Τότε, πρώτο καιρό της γνωριμίας μας, ήταν που είχε
διαρρεύσει στον τύπο η μυστική έκθεση του Νικήτα Χρουστσώφ, (λέγανε πως
την είχαν δώσει στη δημοσιότητα οι Ιταλοί κομμουνιστές), και είχαν
δημοσιευθεί οι αποφάσεις του 20ου Συνεδρίου, Οι συζητήσεις, λοιπόν (και
οι αντιπαραθέσεις) είχαν επίκεντρο αυτό το συνταρακτικό γεγονός. Τότε ή
λίγο πιο μπροστά είχε κυκλοφορήσει και το “Γυμνό Χώμα”, που ο Βαρίκας
στο “Βήμα” το είχε υποδεχθεί θετικά, και ο Δημήτρης Δούκαρης αισθανόταν
δικαιωμένος. Θεωρούσε ότι αυτός είχε διαβλέψει τα πράγματα και γι’ αυτό
είχε μιλήσει για την “Υπέρτατη Ισορροπία”.
Τότε, όταν τον γνωρίσαμε εμείς, μια ομάδα υποψηφίων
φοιτητών, ήταν ήδη γύρω στα 30, Είχε προλάβει να λάβει μέρος στην
Αντίσταση, να θητεύσει στη Μακρόνησο, όπου είχε αποπειραθεί να κόψει τις
φλέβες του, να δραπετεύσει κατά τη μεταγωγή του στο 401 στρατιωτικό
νοσοκομείο, να περάσει από το στρατοδικείο, να γλυτώσει μεν την ποινή
την ποινή του θανάτου, με μάρτυρα υπερασπίσεως τον Ρόδη Ρούφο,
πληρώνοντας όμως το απαραίτητο τίμημα, “αν με διατάξει η πατρίδα“, γεγονός για το οποίο, όπως γράφει ο φίλος του Θ.Δ. Φραγκόπουλος, “δεν θα συγχωρήσει ποτέ τον εαυτό του”.
Και βέβαια, ήταν άνεργος. Εν μέρει, γιατί η
μετεμφυλιακή πατρίδα δεχόταν και επιζητούσε παντί σθένει τη δήλωση
μετανοίας αλλά δεν ξεχνούσε ποτέ και εν μέρει, γιατί ο ίδιος ο ποιητής
ήθελε να είναι απερίσπαστος για να υπηρετήσει την ποίηση και μόνο την
ποίηση, που τη θεωρούσε τρόπο ζωής.
Ναι, λοιπόν, ο Δημήτρης Δούκαρης ήταν ένας γνήσιος ποιητής. Πατούσε σ’ ένα σταθερό βιωματικό έδαφος, είχε το animus του ποιητή, ήταν αφοσιωμένος στην ποίηση, ήξερε την ποίηση όσο λίγοι, ήξερε να διακρίνει το γνήσιο από το κίβδηλο.
Η Επανάσταση (με κεφαλαίο Ε πάντοτε και όπως ο
ίδιος την επαγγελόταν) βάραινε πολύ επάνω του. Κι αυτός, ως ποιητής,
είχε αναδεχθεί το βάρος. Ήθελε να γκρεμίσει, ήθελε να κτίσει, ήθελε να
είναι ο εμπνευσμένος οδηγητής, ο μύστης και ο ιεροφάντης της. Ο
Καθολικός Μεσάζων.
Μια τέτοια αποστολή βέβαια του επέβαλε και το ανάλογο ύφος. Πομπικό, προφητικό, μεγαλοπρεπές.
Συνοδείες μαρτύρων με χλαμύδες
πορφυρές και στέφανα
πλάι στις συνοδείες με τους ασκητικούς
σταυρούς
όπως γράφει στον “Καθολικό Μεσάζοντα”. Η εποχή του
ήταν η εποχή του στοχαστικού Σεφέρη αλλ’ αυτός προτίμησε να την
αναζητήσει στον Καζαντζάκη και στο Σικελιανό, που είχαν θρέψει τα
νεανικά του όνειρα. “Η παρουσία του Σικελιανού και του Καζαντζάκη είναι
εμφανής στο “Μυστρά” του Δούκαρη”, γράφει ο Τάσος Γαλάτης.
Έτσι, με αυτά τα εφόδια, αυτές τις επιλογές και αυτούς τους τρόπους γράφει τον “Καθολικό Μεσάζοντα”, “κορυφαίο ποιητικό επίτευγμα της γενιάς του”, όπως το θεωρεί ο Τάσος Γαλάτης. Και δεν έχουν σημασία οι επιρροές αυτές, “γιατί ο Δούκαρης κατόρθωσε να τις μετεκενώσει στο δικό του προσωπικό ιδίωμα, να τις μεταστοιχειώσει σ’ ένα εύρωστο
ποιητικό λόγο, που εκφράζει τα οράματα, την αγωνιστικότητα, τις θυσίες και την πίστη μιας ολόκληρης γενιάς“.
Σε μια τέτοια ποίηση οι αναγωγές και τα σύμβολα
είναι απαραίτητα και πρέπει να έρχονται από τις ακραίες στιγμές της
ιστορίας. Για τα καθ’ ημάς, από την αρχαία Ελλάδα και από το Βυζάντιο. Ο
Μυστράς είναι ένα τέτοιο σύμβολο. Εδώ έζησε ο τελευταίος βυζαντινός και
πρώτος νεοέλληνας, ο πλατωνικός Γεώργιος Γεμιστός, ο πολύς Πληθών. Ένας
κόσμος, κατά ιστορική αναγκαιότητα, πεθαίνει και ένας καινούριος, κατά
ιστορική αναγκαιότητα επίσης, φαίνεται να γεννιέται. Τα οράματα και οι
κοινωνικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις του Πλήθωνα ταυτίζονται με τα
οράματα και τις επαναστατικές αλλαγές του Λένιν. Ο Μυστράς ζει και ο
Πληθών πορεύεται “σε ολοζώντανη πομπή με λαμπάδα τον Νικηφόρο Λένιν “.
Το 20° Συνέδριο είναι, όπως είπαμε, η τομή στην
ποίηση του Δημήτρη Δούκαρη. Η φρίκη της στρατοπέδικης ζωής ομολογείται
τώρα επίσημα. Και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να κλείνει τα μάτια ή να
σωπαίνει. Και, αν θέλεις να είσαι ποιητής, πρέπει να εγκαταλείψεις τον
Οδηγητή, τον Μύστη και τον Ιεροφάντη και να ομολογήσεις τη συντριβή σου
και να δείξεις τις καινούριες πληγές σου. Αυτό κάνει όντως, χωρίς πάντως
να αρνείται τους δασκάλους του.
Σε είπανε Επανάσταση και Σ’ ακολούθησα,
ήθελα να γκρεμίσεις, ήθελα να χτίσεις,
ήθελα να τελειώσεις και ν’ αρχίσεις,
ήθελα ν’ αλλάξεις
κι Εσύ κι Εγώ -
και μ’ άφησες στους πέντε δρόμους.
Ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της εποχής αυτής και σαν ποίηση και σαν στάση ζωής είναι “Οι φωτογραφίες”.
Παράλογη μελαγχολία με ξεσήκωσε
προχτές που έψαχνα
παλιά χαρτιά του Κόμματος
και κίτρινες φωτογραφίες
μέσα σε τόσα χρόνια, όλο τα ίδια ενδύματα :
έβλεπα το σακάκι μου στην έσχατη υποδούλωση,
τους αγκωνές, τα δυσαρεστημένα πέτα,
το παντελόνι μου άχαρο γονατισμένο –
άρχισα δυνατά, να σκέφτομαι τη φτώχεια,
τη φτώχεια τη βαθειά, που δε διαμαρτύρεται.
Μα πιο πολύ απ’ όλα, άρχισα να σκέφτομαι,
τα υψηλά μου ιδανικά,
τα ίδια πάντα ιδανικά, μέσα σε τόσα χρόνια·
να σκέφτομαι πώς φτώχυναν, πώς φύραναν,
πως κύρτωσαν τραυματισμέν’ απ’ τη φθορά
σαν τα ερειπωμένα ενδύματα· ύστερα, βέβαια, σκέφτηκα και άλλα,
πολλά ακόμη άλλα, ηρωικά και πένθιμα
μες απ’ τις κίτρινες φωτογραφίες,
που δεν το παραδέχομαι να τα ομολογήσω”
όχι, δεν θα παραδεχτώ ποτέ,
να τα ομολογήσω.
Ένα βράδυ, στο ταβερνείο του κυρίου Μπουζούρα, στο
Νέο Ηράκλειο, του είχα πει : Δεν πρέπει να φύγετε, να μείνετε εδώ, ν’
αγωνισθούμε όλοι, ν’ αλλάξουν τα πράγματα. Παιδί μου, μου απάντησε, όταν
θα φτάσεις στην ηλικία μου, (ήταν τότε γύρω στα τριάντα πέντε), και δεν
θα έχεις κάνει τίποτε στη ζωή σου, έλα να μου το ξαναπείς.
Έφυγε με τη μεσολάβηση του ζεύγους Μιλιέξ και
υπογράφοντας πάλι τις σχετικές δηλώσεις μετανοίας, περιπλανήθηκε πολλά
χρόνια στην Αφρική. Ρουάντα Ουροΰντι, Ελιζάμπετβιλ του Βελγικού Κογκό,
Ζάμπια, Γιοχάνεσμπουργκ. “Από το Νταρμ Ελ Σαλάμ μέχρι το Καίηπ Τάουν…
πηχτός πολτός τα διαψευσμένα όνειρα, οι ελπίδες και η γαλήνη”, γράφει ο
Θ. Δ. Φραγκόπουλος. “Από την αφρικάνικη περιπέτεια ο Δοΰκαρης
ξαναγυρνάει χωρίς νάχει προφτάσει να κάνει μια δεύτερη φορεσιά”.
Και μπορεί μεν να μην έφερε μια δεύτερη φορεσιά,
εκόμισε όμως τα ωραιότατα ποιήματα της αποδημίας του. “Δεν έχω υπόψη μου
άλλο ποιητή της Πρώτης Μεταπολεμικής Γενιάς, που να έχει εκφράσει τόσο
δραματικά τον ξεριζωμό, τη μετανάστευση και την αφαίμαξη του Ελληνισμού
στις δεκαετίες του ‘50 και του “60″, γράφει ο Τάσος Γαλάτης. Και,
βέβαια, έχει δίκιο. Και γράφει σ’ ένα γράμμα του από το Γιοχάνεσμπουργκ
στον Γιάννη Ρίτσο, ο οποίος, χωρίς να αλλάξει τίποτε, το μετέπλασε σε
ποίημα.
Βουνά και δάση, μυθικά ποτάμια, η “μεγάλη λίμνη”,
μέρες και νύχτες. Ξαφνικές καταιγίδες,
πληχτικά λιμάνια, αβεβαιότητα. Εδώ
ουρανοξύστες κι οι λόφοι των χρυσωρυχείων. Τίποτα.
Ποια τύχη!
Σκάλες και πόρτες, υπουργεία, αιτήσεις,
έγγραφα κι άλλα έγγραφα. Κανένα αποτέλεσμα.
Στη Ruanda-Urundi, η τοπική διοίκηση
δεν μου επέτρεψε τη “μόνιμη διαμονή”. Στο
Νότιο Congo
δε βρήκα τη δυνατότητα. Στη South Africa
δεν έδωσαν ακόμη απάντηση στην αίτηση μου.
Αβέβαιο αν θα μου επιτρέψουν να μείνω κι εδώ - στο
φωτεινό Johannesburg.
Άλλη χώρα δεν έχει πιο κάτω.
Κι ούτε είμαι, βέβαια, κανένας “Οδυσσέας”,
να φτάσω στο Νότιο Πόλο και κει να “τελειώσω”.
Δε θέλω να “τελειώσω”. Δε θέλω.
Θαρρώ πως έχω ακόμα έχω ακόμα.
Γι’ αυτό, μονάχα μικρά κομμάτια έγραψα
και σχέδια, πολλά σχέδια,
Σε φιλώ
Δημήτρης
Αύγουστος 2005, είκοσι τρία χρόνια από το
θάνατο του. Ξέρω πως οφείλω πολλά στον ποιητή Δημήτρη Δούκαρη και βλέπω
ότι και πάλι τα κατάφερε να μπερδέψει τα χαρτιά μου.
Ίσως μια άλλη φορά…
Ο Χρίστος Ρουμελιωτάκης γεννήθηκε το 1938
στην Αργυρούπολη Ρεθύμνης. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές “Κλειστή
Θάλασσα” (1979) και “Ξένος Ειμί” (2002).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου