Μοιρολόι φεγγαριού στην επαρχία
Tο ποίημα του Λαφόργκ, που ανήκει στη συλλογή Θρηνωδίες (ή Mοιρολόγια, 1885), αντιστρέφει από το πρώτο του δίστιχο τη συνηθισμένη στο ρομαντισμό λυρική απεικόνιση της σελήνης. Παρουσιάζει το φεγγάρι σαν αδιάφορο δέκτη της μελαγχολικής ειρωνείας του ομιλητή, ο οποίος πνίγεται από τη θλίψη της επαρχιακής νύχτας και την ερωτική απογοήτευση, αλλά αντιμετωπίζει την κατάστασή του με σκωπτική διάθεση.
Ω, τ' όμορφο χρυσό φεγγάρι, χοντρό σαν θησαυρού πιθάρι! Σάλπιγγα ηχεί στα μακρινά, να κι ο υποδήμαρχος περνά. Αντίκρυ παίζουν μια σονάτα, το δρόμο αργοπερνά μια γάτα! Πάει η επαρχία να κοιμηθεί, κλείνει μ' ένα ακόρντο* που αντηχεί το πιάνο στο παράθυρό του. Τι ώρα να' ναι; Ρώτα-ρώτου*. Πράο φεγγάρι, τι εξορία! Σύμφωνοι στη μοιρολατρία; Φεγγάρι, ντιλετάντη* μοιάζεις, σ' όλα τα πλάτη ίδιο φαντάζεις. Χθες του Μισούρη τα νερά, του Παρισιού είδες τα οχυρά, τα μπλε φιόρντ της Νορβηγίας, τους πόλους, θάλασσες μαγείας· τώρα εσύ, τυχερό, θα ιδείς, μετά το γάμο της, στη γης να τρέχει η αμαξοστοιχία! Εφύγανε για τη Σκοτία. Τι φιάσκο θα 'ταν, αν πιστή τους στίχους μου είχε εμπιστευτεί! Φεγγάρι, αλήτικο φεγγάρι, να γίνουμε άλυτο ζευγάρι; Νύχτες χρυσές κι εγώ με μια χλωμή επαρχία στην καρδιά! Σαν μια γριά το φεγγαράκι τ' αυτιά του εγέμισε μπαμπάκι.
Προσεγγίσεις στη γαλλική ποίηση,
ανθολόγηση – μετάφραση Aλέξανδρος Mπάρας, Πρόσπερος
Γιώργος Βακαλό,
από τη σειρά Φεγγάρια |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου