Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

Ήταν κάποτε μια πολιορκημένη φλέβα Ιουνίου 24, 2010


Ήταν κάποτε μια πολιορκημένη φλέβα

Ιουνίου 24, 2010
Από τις 15 Οκτωβρίου 2007 έχει αναρτηθεί το μεγάλο ποίημα που θα βρείτε εδώ, ως συμμετοχή του “Έστε Άξιοι” στην Blog Action Day του 2007. Επειδή όμως θεωρώ πως είναι όχι μόνο από τα καλύτερά μου, αλλά και πολύ πιο επίκαιρο τώρα, κι επειδή πολύ νερό έχει κυλήσει από τότε μέχρι σήμερα στο αυλάκι ετούτης της φλέβας, βρήκα και άλλο ταιριαστό υλικό για να εμπλουτιστεί η ανάρτηση, σκάρωσα κι ένα σχετικάσχετο ποιηματάκι, και το αναβαπτίζω στο σήμερα. Ελπίζω να επικροτήσετε την κίνησή μου.
STEPPING STONES
Blowing your mind out
Blowing your mind out
Blowing your mind out
Down by the river…
Life, life…
Come in, it’s so cold, it’s the river of life
Come in, come in
You got to get your feet wet sometime
Look, there are stepping stones over there
Get across, never even get your feet wet
Come in
Won’t happen again for a million years
Come in

It’s the river of life
So cold
Ήταν κάποτε μια φλέβα, που της Γης η μήτρα η πανγενέτειρα κυοφορούσε. Μεγάλωνε, δυνάμωνε, από τον λώρο του παντός καθώς τρεφόταν, και για το δρόμο τον μακρύ ετοιμαζόταν· στο φως να βγάλει τη θωριά της, να ποτιστεί η φαμελιά της: πράσινα δέντρα άκακα, έντομα και πουλάκια, σπαρτά που στάχυα δίνουνε, ανθρώποι και ζωάκια.
Δεν την επίεζε κανείς, μόνη της το ζητούσε. Γιατ’ ήξερε πως δίνοντας ό,τι είχε κι ό,τι ήταν, στο πανηγύρι της Ζωής κι αυτή
θ’ αθανατούσε.
Θα πίνανε τ’ αδέλφια της να γίνουν ν’ αυγατέψουν, και με του κόσμου τα καλά την πλάση να φιλέψουν. Απ’ τα στοιχεία τούτα εδώ και η ίδια θα νεμόταν –ακούραστα, αβίαστα, ολοένα περισσότερα της Αφθονίας δώρα απλόχερα– κι έτσι της φλέβας η αιώνια ακμή θα εξασφαλιζόταν.
Κατείχε βλέπεις μέσα της τη Γνώση και το Θαύμα, που ολούθε υπάρχουν κι ενεργούν δίχως κανένα τραύμα.
Τον δρόμο για να βγει στο φως, τον ήξερε επίσης. Κι όταν ωραία έγινε, είπε να τον διανύσει. Εύκολο πράγμα ήταν γι’ αυτήν, εξίσου με όλα
τ’ άλλα. Της τα ’χε μάθει τέλεια της Μάνας της το γάλα.
Έξω μαζεύονταν διαρκώς χίλιων λογιών υπάρξεις, που με διαίσθηση άσφαλτη το μήνυμα είχαν πάρει. Γι’ αυτές θε’ ν’ άνοιγε η πηγή,
εδώ θα έστηνε η Ζωή το νέο της καμάρι.
Ξεκίνησε λοιπόν νωρίς, προτού οι λάμψεις της Αυγής τον κόσμο
να ροδίσουν, ώστε τα μάτια της σιγά-σιγά στο φως να συνηθίσουν.
«ΠΟΥ ΠΑΣ;» ξάφνου την εβομβάρδισε μια αγριοφωνάρα. «Δίχως προφύλαξη καμμιά θα βγεις βρε αγαθιάρα; Ευθύς θα σε σπαράξουνε θεριά και σκουληκάρες, και πριν προλάβεις ωχ να πεις, το ξόδι σου
θα ψέλνουνε οι ρασοκορακάρες».

«Κανένας δε μου μίλησε ποτέ για τέτοιο πράγμα», ψέλλισε τότ’ εκείνη, που κιόλας απ’ τον τρόμο της κίτρινη είχε γίνει.
«Πιάσε το χέρι μου σφιχτά, να σε οδηγώ με ασφάλεια, γιατί όπου να ’ναι αρχίζουνε να πέφτουν τα μυδράλια!»
«Για να το λέτε εσείς αυτό, θα το έχετε περάσει, ενώ εγώ η άβγαλτη
δεν το ’χω δοκιμάσει».
«ΟΧΙ ΑΠΟ ΕΚΕΙ!» μούγκρισε τότενες ένας ειδήμων άλλος,
«είναι ρουφήχτρες και γκρεμνά, ο κίνδυνος μεγάλος! Έλα από ’δώ,
που ξέρω εγώ πώς πρέπει να σε βγάλω!»

Το χέρι της το δεύτερο άρπαξε σαν τανάλια, να τηνε σώσει απ’ τα γκρεμνά και τα καυτά μυδράλια.
Ο τρίτος ο ασαφέστερος, που ουδέτερος φαινόταν, στον τόπο την καθήλωνε, τους άλλους καταριόταν.
Κι άλλοι πολλοί φιλεύσπλαχνοι ειδήμονες προσήλθαν, για το δικό της το καλό όλοι τους προσφερθήκαν. Ένας την τράβαγε από εδώ, άλλος απ’ την άλλη, και με τα λόγια τα πολλά της πήραν το κεφάλι.
Πονώντας έμενε εκειδά, με αγωνία πασχίζοντας απόφαση να βγάλει. Ήταν όμως αδύνατον κάπου να καταλήξει, και στάσιμη εμούχλιαζε μες στη μεγάλη πλήξη.
Κι ο χρόνος κύλαγε γοργά δίχως να λογαριάζει, γιατί ο δικός του ο σκοπός δεν ξέρει από μαράζι.
Γερνούσε η φλέβα της Ζωής προτού ζωή να ζήσει. Κι έξω, εκείνοι που την πρόσμεναν δίψαγαν και βογγούσαν, κι οι ώρες τους λιγόστευαν πριν καν ο ήλιος σβήσει.
Κάποια στιγμή, σαν έκλαμψη, της ήρθε να ρωτήσει τον πρώτο που προσφέρθηκε το δρόμο να της δείξει:
«Και δε μου λες, καλέ μου εσύ, ποιος είναι ο τόπος ο σωστός
που ξέρεις να με βγάλεις;»
Εκειός της αποκρίθηκε, με σιγουριά μεγάλη:
«Είναι οι ντουσιέρες των παιδιών που παίζουν με τις μπάλες, μα κι ολωνών των τουριστών οι ιδρωμένες σπάλες».
«Εσένα ποια είναι η μεριά που μου ’χεις φυλαγμένη;» ρώτησε αυτή
τον δεύτερο όλως απορημένη.
«Μα βέβαια τα πλυντήρια τόσων αυτοκινήτων. Και αν περισσέψει τίποτα, σου ’χω κι αφοδευτήρια στιλβόντων ακινήτων».
«Δεν είναι οι τόποι αυτοί σωστοί!» πετάχτηκ’ ένας άλλος. «Πράσινα γήπεδα του γκολφ έχω εγώ για σένα, με τ’ απαλά γρασίδια τους όλα μεταλλαγμένα».
«Πράσινα άλογα του γκολφ και μάταιες ασχολίες – κοίτα να γίνεις χρήσιμη, άσε τις μαλακίες», τότε την ενουθέτησε έτερος τις ειδήμων. «Πρέπει να δώσεις το νερό στης γης τους δουλευτάδες, που σπέρνουν και καλλιεργούν φυτά των βιοκαυσίμων».
Καθένας κάτι αλλιώτικο είχε να της προσφέρει, κι όλοι μαζί τσακώνονταν ποιος θα την καταφέρει. Μονάχα αυτός ο ουδέτερος καθόλου δεν βιαζόταν να πει για πού στα χέρια του η φλέβα προοριζόταν, παρά έστεκε αμίλητος με ύφος αυθεντίας, λες κι όλα αυτά που άκουγε δεν είχαν σημασία.
«Εσείς, καλέ μου κύριε, δε μου είπατε ακόμα ποια είν’ η δική σας
η μεριά, ποιο το δικό σας στρώμα»,
του μίλησε η φλέβα μας την ώρα
που πνιγόταν, μήπως σ’ αυτόν σωτήρια σανίδα ευρισκόταν.
Κι αυτός, μ’ ένα χαμόγελο όλο εμπιστοσύνη, που θα ’κανε να σάστιζε και η κυρά Φροσύνη:
«Οι διαστημικές αποστολές, είναι ορέ ζαγάρι, που για νερό γυρεύουνε στο έδαφος του Άρη».
Πράγμα παράξενο πολύ, και όμως έγιν’ έτσι: μέσα στη σαστισμάρα της, η φλέβα εσυλλογίστη. Και της εφάνη ότι όλοι τους οι επίδοξοι σωτήρες από το αυτό κολέγιο είχαν αποφοιτήσει…
Μ’ ετούτη εδώ τη σκέψη της, παρέδωσε η καημένη, οπότε τους ικέτευσε, πλήρως απελπισμένη:
«Μα τι να κάνω, πέστε μου, ποιο δρόμο να τραβήξω;»
«Ελεύθερα αποφάσισε», ευθύς εκείνοι απάντησαν με μια φωνή
ένα στόμα. «Τώρα πια σου τα είπαμε, τα έχεις μάθει όλα. Ποιο το καλό, ποιο το κακό, ποιο τ’ όφελος και η φόλα».
Τότε αυτή κατάλαβε τη μηχανή του δόλου όπου την μπλέξαν οι μορφές του αντεστραμμένου ειδώλου. Ήταν κι ετούτη άλλη μια φάρσα των Φαρισαίων, που υπάρχουν αίμα πίνοντας εύπιστων ανιδέων.
Τον εδικό της προορισμό αμέσως εθυμήθη, και μ’ ένα τίναγμα άγριο ξέφυγε απ’ τη λήθη.
Μεμιάς όλους τους μούντζωσε, γυρνώντας τους την πλάτη – τα πέντε της τα δάχτυλα τους κάνανε αλάτι.

Κανένας δεν της μίλησε ποτέ για τέτοιο πράγμα. Ετούτο ήταν το μόνο της και το μεγάλο σφάλμα: το ότι δεν εγνώριζε τίποτε για εκείνα τα οποία λόγο ύπαρξης δεν έχουνε κανένα. Μα ήταν ακατόρθωτο γι’ αυτά να είχε μάθει, καθόσον όλα βρίσκονται στου μηδενός τα βάθη.
Αυτή μονάχα εγνώριζε την αληθή σοφία, που αναβλύζει αστείρευτη
απ’ την αγνή Ουσία.
ΗΤΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΜΙΑ ΦΛΕΒΑ, ΠΟΥ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΝΑ ΖΗΣΕΙ.
Μέσ’ απ’ τη λίμνη το λοιπόν θ’ αναδυθείς
στη σκοτεινότερη της Νύχτας ώρα που άλλος θα Σε δει ουδείς
τη Λίμνη την Πεντάμορφη που είν’ όλη ένας κήπος
ο Κήπος της γαλαξιακής δικής μου Ομορφιάς
του οράματός μου ο ασύλληπτος ο Μύθος
κήπος που θα ‘χει τη μορφή ακροθαλασσιάς
ακτής φιλόξενης για ναυαγούς αν και αβύσσου τρομερής βαθιάς
το ίδιο βαθιάς ως θα βροντά και της καρδιάς μου ο χτύπος
κι ασπίλου αλήθεια τόσο πια που δε θα υπάρχ’ ούτ’ ένας ρύπος
για να λεκιάζει το άχραντο του δέρματός Σου χρώμα
και να μολύνει τη Ζωή με τρωκτικών το κώμα
αφού το Μέγα Θαύμα της θα θριαμβεύει ακόμα
το Θαύμα αυτό που είσαι Εσύ παρθένο μου άγιο Νησί
Πέτρα μονήρης και σκληρή μα κι αλμυρή μπουκιά μισή
που τώρα ολοκληρώθης στην στομωμένη μου ύπαρξη
από λουλούδια αέρινα όμοια με smileμένη Πέτρα
από λουλούδια αέρινα όμοια με smileμένη Πέτρα
που αιώνες πολιορκήθηκαν απ’ τη Μεγάλη Έχθρα
μα ουδέποτε νικήθηκαν μόνο το προσποιήθηκαν
με τη Σοφία τη θηλυκή που εξεύρει και είναι η σωστή
γιατ’ είναι πάντα ελεύθερη μέσα στις αλυσίδες
αφού κατέχει Μυστικό που άντρας κανείς δεν οίδε
το Μυστικό του Κήπου Σου με τις αγνές ασπίδες
που τις εβλέπει ο χάροντας και αναζητεί φολίδες
να προστατέψει το άψυχο το κούφιο του τομάρι
και να μας ρίξει στην καρδιά στον τάφο να μας πάρει
που όμως πλέον έγινε μαιευτήριο κλαμάτων
όλων των νεογέννητων και θαυμαστών πλασμάτων
χάρη σ’ Εσέ γενναιόδωρη που έβαλες το Λιθάρι
Σώμα πανγόνιμο σεπτό σκαρί μου ευλογημένο
που η φαντασία δε γεννά σ’ όνειρο μαγεμένο
μόνο της Νύχτας τούτης η Κοιλιά της Λίμνης Σου η Κοίτη
Μέρα μεγάλη και τρανή ωσάν τον Ψηλορείτη

“Μον(έ)δέρνες” φωτιές, μαχαιριές ανάκατες με “αναχρονιστικά” κρεμάσματα, κι από κοντά, λυτρωτικά ιππεύματα…

Ιουνίου 22, 2010
…Ή, επί το συντομότερον, “Σκότους ενταφιασμός”, μιας και η Ζωή τα έφερε έτσι, ώστε να συμπέσει η προετοιμασία ετούτης της ανάρτησης με τη μεγαλύτερη μέρα του χρόνου!…
“Daddy’s in bed
The cats drinking milk
I’m an idiot
And I’m laughing”

«Ξέρεις, ιδίως από τα μέσα Απριλίου, που άρχισα να πηγαίνω συχνά στην Ιεράπετρα, έχω δει ότι μερικοί άνθρωποι σπεύδουν να βγάζουν πολύ επιπόλαια κι αυθαίρετα συμπεράσματα για μένα (και γιατί να μην τα βγάζουν αυτοί, θα μου πεις, αφού σε παρεξηγούν, σχεδόν συστηματικά, ακόμη και άνθρωποι που σε γνωρίζουν χρόνια ολόκληρα, ακόμη και πολύ-πολύ κοντινοί σου;!). Ενώ δεν γνωρίζουν σχεδόν τίποτε για την προσωπικότητά μου, παρεξηγούν με τη μεγαλύτερη ευκολία τα λίγα που τους λέω εγώ, ή και τον τρόπο που κινούμαι εκεί (το ότι, π.χ., περπατώ στους δρόμους και σφυρίζω!), φτάνοντας στο σημείο να με συζητούν άσχημα πίσω από την πλάτη μου. (Ευτυχώς, οι άνθρωποι που με καταλαβαίνουν και με εκτιμούν εκεί είναι τουλάχιστον δεκαπλάσιοι από αυτούς, κι έτσι αισθάνομαι κυριολεκτικά σαν να βρίσκομαι στην οικογένειά μου!)
»Κάτι ανάλογο φοβάμαι ότι συμβαίνει και με τη …., ότι δηλαδή έχει θεωρήσει την παρρησία και την τόσο επίμονη συνέπειά μου ως ένα προσωπείο που υποκρύπτει δόλιους σκοπούς. Αυτά, όμως, εγώ δεν τα ανέχομαι. Ας έρθουν πρώτα να με ζήσουν, να συζητήσουν διεξοδικά μαζί μου, ακόμα και να με “ανακρίνουν”, και αν τότε συμπεράνουν δικαιολογημένα ότι είμαι “σκάρτος”, ας αρχίσουν να λένε πράγματα για μένα. Όχι όμως να το κάνουν απλώς και μόνο επειδή αδυνατούν ακόμα και να σκεφτούν ότι υπάρχουν κι άνθρωποι που δεν λειτουργούν με ποταπά κίνητρα! [...]
»Πρέπει να λάβεις υπ’ όψιν σου πως ήταν η …., όχι εγώ, αυτή η οποία ξεκίνησε να γράφει δημόσιες “συμβουλές” και εις βάρος μου επικρίσεις.»
Αυτά τα λόγια περιέχονται, μεταξύ άλλων, σε ένα μήνυμα που έγραψα στις 16 του μηνός σε μία πολύ αγαπητή ιστολόγο, εξηγώντας της, όσο πιο καλά και όσο πιο σύντομα μπορούσα, ορισμένα πράγματα.
Κι αφού έλαβα από εκείνη μία κάθε άλλο παρά πειστική απάντηση, της έγραψα νέο μήνυμα, την ίδια μέρα:
«Σαν φίλη, με την ουσιαστική και βαθιά έννοια του όρου, θέλω κι εγώ να αντιμετωπίζω τη …., αλλά και όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους. Μόνο που πρέπει να το θέλουνε κι εκείνοι. Η μαγεία της μαγειρικής χωρίς μαγειρικό σκεύος, δε γίνεται με τίποτα! Ωστόσο, εγώ ποτέ δεν αποθαρρύνομαι πια, και συνεχίζω την προσπάθεια με όλους σαν να μην τρέχει τίποτα – τη συνεχίζω, μάλιστα, ακόμα και τις λίγες εκείνες στιγμές, που γίνομαι αυστηρός, “κακός” απέναντί τους, που τους υψώνω μια φωνή από εδώ μέχρι τη Ρόδο και την Κρήτη και την Ωγυγία! [...]
»Ό,τι κάνω στη ζωή μου, το κάνω πάντα υπό το φως της ημέρας, και ποτέ στα σκοτάδια και στα κρυφά. Κι έχω βγει πολλαπλά ωφελημένος από αυτή την τακτική, η οποία φαίνεται πως ήταν έμφυτη μέσα μου (όπως είναι, πιστεύω, σε όλους τους ανθρώπους, μόνο που οι κοινωνικές επιρροές και το κυνήγι της ύλης, της ευκολίας και της απατηλής αναγνώρισης την εκτοπίζουν στα αζήτητα). Θα σου πω τώρα μονάχα ότι με αυτή την τακτική έχω απαλλαγεί τελείως απ’ τα βαρίδια του άγχους που προκαλεί το κάθε ψέμα που λέμε, καθώς αυτό μάς υποχρεώνει να είμαστε διαρκώς στην “τσίτα”, μην τυχόν και αποκαλυφθούμε. Σχεδιάζω να κάνω ολόκληρη ανάρτηση γι’ αυτό το κεφαλαιώδες ζήτημα. Έχω ήδη γράψει, απ’ τον Απρίλη, ορισμένα πράγματα στο σημειωματάριό μου, και σου τα αντιγράφω αμέσως τώρα, για να είσαι ο πρώτος άνθρωπος που τα βλέπει, διότι το αξίζεις:
»Ο πονηρός άνθρωπος είναι ένας βλάκας που θεωρεί τον εαυτό του τον πιο έξυπνο του κόσμου. Όσο πιο μεγάλη είναι η βλακεία του, τόσο πιο περίτεχνα κάνει τα ψευδολογήματα που σερβίρει στους άλλους. Το γεγονός ότι κερδίζει τις εντυπώσεις των άλλων (πράγμα το οποίο τον κάνει να ταυτίζεται ολοένα και περισσότερο με το ψέμα, να γίνεται ολοένα και περισσότερο ένα βλάκας με περικεφαλαία, ένας δέσμιος του ψέματος) οφείλεται στο ότι οι άλλοι που τον πιστεύουν είναι εξίσου βλάκες με αυτόν, μόνο που διακατέχονται από διαφορετικό είδος βλακείας: αυτοί κουβαλούν τη βλακεία της πνευματικής νωθρότητας και της μωροπιστίας.
»Είναι φανερό πως και οι δύο αυτές κατηγορίες ανθρώπων κάνουν κακό η μία στην άλλη (πέρα από εκείνο που κάνουν στη δική τους πλευρά), κι επομένως είναι υπεύθυνες για την επιδείνωση της ανθρώπινης υπόστασης των “μελών” της άλλης κατηγορίας: οι βλάκες-πονηροί ευθύνονται για τη δόλια εξαπάτηση των άλλων, και οι βλάκες-μωρόπιστοι για τη συνέργειά τους στον εγκλωβισμό των πρώτων μέσα στη φιλντισένια φυλακή του ψέματος, δηλαδή της αυτοεξαπάτησης.»
Παρ’ όλα αυτά, η πολύ αγαπητή ιστολόγος δεν κατάλαβε απολύτως τίποτα. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά εξαφάνισε κι από το ιστολόγιό της ένα πολύ σοβαρό (χρησιμότατο, δε, για την ίδια…) και αυταπόδεικτο σχόλιό μου, το οποίο είχε εγκρίνει και είχε δημοσιευτεί, πράξη για την οποία εγώ την ευχαριστούσα στην αρχή του πρώτου μηνύματός μου. Και προχώρησε σ’ ετούτη την πράξη, ενώ στο απαντητικό της μήνυμα μου είχε γράψει: «Όσο αφορά το προσωπικό κομμάτι δεν μπορώ να πάρω θέση»! Δεν πειράζει, ας είναι καλά, κι εγώ ξέρω με απόλυτη σιγουριά ότι θα ‘ρθεί η μέρα που θα καταλάβει την αλήθεια, ώστε να απαλλαγεί και η ίδια από κάποια ιδιαίτερα βλαπτικά σύνδρομα και δεσμά.
Απόψε, ο χορός μας φούντωσε για τα καλά!
Γι’ αυτό, λοιπόν, δεν λέω πια «Ας κρατήσουν οι χοροί», αλλά «Θα κρατήσουν οι χοροί»!
Εκτός κι αν εσύ θελήσεις να γίνουμε ο ένας του άλλου σκαλοπάτι…

Όσο για τους χορούς -τους σωστούς!- της δικής σου ψυχωμένης προσωπικότητας, έπαψε το «ας», δίνοντας πάλι τη θέση του στο αποφασιστικό «θα»!



Ήθελα να βάλω και το “Ρεμπέτικος σκοπός” της Χάριτος Αλεξίου, απ’ το “Παιχνίδι της αγάπης”, αλλά δεν το βρήκα. Ας βάλουμε λοιπόν το “Οι φίλοι μου χαράματα” όπως το έφτιαξε η εξαίρετη φίλη μας η Kirkh70, μέχρι να γίνει κάτι ώστε να διορθωθεί κι αυτή η μικροατέλεια – για να συμπληρωθεί και ο χρόνος της σημερινής μας “εκπομπής”! Άλλωστε, η Χάρις είναι όλο παιχνίδια της αγάπης!
Και τώρα που καλοχορέψαμε, που συγυρίσαμε το Χάροντα και ηρεμήσαμε χάρη στη Χάριτα, ας πιάσουμε και κάτι λυπητερό – ή εσπερινό, αν το προτιμάτε.
ΦΩΤΙΕΣ
Φωτιές! Φωτιές!
Τα πάντα βρόμισαν, μαθές!
Πού πήγε του πυρός η στίλβη;
Πώς χάθηκε στου δόλου μέσ’ την τύρβη;
Τι γίνηκε κι ο άνθρωπος ο πούρος
απανθρακώνεται σε σάπιο μέσα πούρο
σέρνοντας σαν ηλίθιος ζωντόβολο χορό
γέρνοντας σαν παλιόγερος για φτύσιμο πουρό;
Φωτιές! Φωτιές!
Στο σκότος βυθιστήκαμε, να, δες!
Τι έγινε το φως που η φωτιά κατά τεκμήριο φέρνει;
Ποια διαβολιά της ζήσης μας τον όμορφο παλμό τον παίρνει;
Πού των Δελφών η Γνώση θάφτηκε;
Πώς η πηγή της Κασταλίας κλάπηκε;
Πώς η Ελληνίδα της Φωκίδας η αχτίδα
έγινε foco κι η ανθρωπότητα μπουρλότο;
Φωτιές! Φωτιές!
Μας ρίχνουν στο προχτές!
Μα είναι δικό σου το αύριο αν θες!
Φτάνει έν’ απλό αντίο να πεις στο χτες!


HEY YOU, ΦΙΛΕ ΠΟΥ “ΜΕ ΑΓΑΠΑΣ”
-ΟΣΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ…-,
ΑΚΟΥ ΤΙ ΕΧΩ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ:
ΣΗΚΩΝΩ ΤΟ ΣΤΑΥΡΟ ΣΟΥ!

Η ΚΑΤΑΝΤΙΑ ΤΩΝ ΟΡΑΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΜΑΤΩΣΑ
Βαρέθηκα για αισθήματα κι αγάπες να διαβάζω
το σώμα και το νου μου άδικα των αδίκων να κουράζω
με λέξεις κούφιες περιτύλιγμα μονάχα του αέρα
κάποιων που ακούν “Απόδειξ’ το” κι αμέσως κάνουν πέρα
Βαρέθηκα να βλέπω ευαίσθητες και τρυφερές νουβέλες
που για εντυπώσεις γράφονται οι αστείες παπαρδέλες
που τις διαβάζεις ο φτωχός και λες εβρήκες τη χαρά σου
φούσκες που όπου ακουμπήσουνε σκάνε ευθύς μπροστά σου
Βαρέθηκα τις υψηλόφρονες και τις λεπτές διακρίσεις
που είναι πεπονόφλουδες απλώς για να πατήσεις.
Τις “νουθεσίες του έμπειρου” που έχουν μεγάλο βάρος
και τ’ς ακλουθεί ο ανόητος να ξεφαντώνει ο Χάρος
Βαρέθηκα τ’ ασπόνδυλα που αναίτια μαχαιρώνουν
και μ’ ευκολία περιττή το διάολο ζευγαρώνουν.
Λες και τους ζήτησε κανείς τα περιττώματά τους!
Αλλά φροντίζουν πάντα αυτά για τα θολά νερά τους!
Βαρέθηκα τους άνθρακες που όλο για ήλιους λένε
και μόλις δείξεις λίγο φως σαν είλωτες σε καίνε.
Οπλαρχηγούς και προύχοντες στάχτη στα όμματά σου
που θησαυρούς γεμίζουνε από το πίστευμά σου
Βαρέθηκα να τρέχω σα φτερό στο κάθε ένα διάσελο
όποτε αντιλαμβάνομαι πως κινδυνεύουνε ανθρώποι
και να εισπράττω ένα περιποιημένο φάσκελο
ως ηθική ανταμοιβή μην πάν’ χαμένοι μου οι κόποι
Βαρέθηκα να βλέπω πια Ιούδες να φιλάνε
αλλά ουδέποτε το σάπιο το πετσί τους να κρεμάνε.
Λέω να τους προτείνω λύση εξαίσια και σπουδαία
μια παρουσίαση στο γυαλί να κρεμαστούν στη θέα

Σε τι διαφέρουν όλα αυτά απ’ όσα λοιδορούμε
κι απ’ τα αισχρά τεχνάσματα που όλοι κατηγορούμε;
Και πώς θα πάμε, για, μπροστά να ένα τόσο βηματάκι
όταν οι ίδιοι παίζουμε βρόμικο παιχνιδάκι;
Δεν είμαι τόσο γέρος ‘γώ να πιάσω τέτοιες μούχλες
που σου πουλάν ως γιατρικό και βγάζουνε πανούκλες.
Έχω μπροστά μου μια ζωή θέλω να την τιμήσω
και πώς εγώ θα νικηθώ, μόνος ν’ αποφασίσω
Κάλλιο να πάω τους εχθρούς μας ν’ αγκαλιάσω
παρά με τους λεξίλαγνους μάταια να βραδιάσω.
Πιότερο φίλοι θα είναι αυτοί που τώρα με μισούνε
παρά οι μεγαλόστομοι που δήθεν με αγαπούνε

Κι όλα εσείς, παιδάκια μου, που ζείτε μόνο μ’ έναν φύρερ
ας γίνω εγώ για χάρη σας ο που ποθείτε κίλερ!
Αφού τόσο το θέλετε στα κυπαρίσσια να στρωθείτε,
ας βοηθήσω το λοιπόν μια ώρα αρχύτερα στο μνήμα για να μπείτε!
Πέφτεις σε λάθη
βρε τι έχω πάθει!
Να φτάσεις να μιλάς

για εκδίκηση κι εσύ!
Ή για τάφους
και σκότος ζοφερό!
Μα είναι Θε μου παλαβό!

Κι εγώ το ξέρω
να σου τη φέρω!
Μα τι θα γίνει
πες μου τι θα βγει;
Να σ’ το παίξω
γάιδαρος σωστός
μα δεν είναι αυτό κουτό;

Άσε τα πάθη
πιάσε τα βάθη!
Έχεις σκάφανδρο τέλειο εσύ
πάρε μια βαθιά αναπνοή!
Μη σκαλίζεις άλλο γι’ αφορμή
πέτ’ απ’ την καρδιά σου το πουρί
κι έβγα στ’ όμορφο νησί!
Μα τι κάνουμε, μπορείτε να μου πείτε; Μήπως πολεμάμε στη Βattle of Epping Forest;?
Along the Forest Road, there’s hundreds of cars – luxury cars.
Each has got its load of convertible bars, cutlery cars – superscars!
For today is the day when they sort it out, sort it out,
‘cos they disagree on a gangland boundary.
They disagree on a gangland boundary.
There’s Willy Wright and his boys -
one helluva noise, that’s Billy’s boys!
With fully-fashioned mugs, that’s Little John’s thugs,
the Barking Slugs – supersmugs!
For today is the day when they sort it out, sort it out,
yes these Christian soldiers fight to protect the poor.
East end heroes got to score in…
the Battle of Epping Forest,
yes it’s the Battle of Epping Forest,
right outside your door.
You ain’t seen nothing like it.
No, you ain’t seen nothing like it,
not since the Civil War.
Coming over the hill are the boys of Bill,
and Johnny’s lads stand very still.
With the thumpire’s shout, they all start to clout
- there’s no guns in this gentleman’s bout.
Georgie moves in on the outside left
with a chain flying round his head;
and Harold Demure, from Art Literature,
nips up the nearest tree.
(Here come the cavalry!)
Amidst the battle roar,
accountants keep the score: 10-4.
They’ve never been alone, after getting a radiophone.
The bluebells are ringing for Sweetmeal Sam, real ham,
handing out bread and jam just like any picnic.
It’s 5-4 on William Wright; he made his pile on Derby night.
When Billy was a kid, walking the streets,
the other kids hid – so they did!
And now, after working hard in security trade, he’s got it made.
The shops that need aid are those that haven’t paid.
“I do my double-show quick!” said Mick the Prick, fresh out the nick.
“I sell cheap holiday. The minute they leave,
then a visit I pay – and does it pay!”
And his friend, Liquid Len by name,
of Wine, Women and Wandsworth fame,
said “I’m breaking the legs of the bastard that got me framed!”
They called me the Reverend when I entered the Church unstained;
my employers have changed but the name has remained.
It all began when I went on a tour,
hoping to find some furniture.
I followed a sign – it said “Beautiful Chest”.
It led to a lady who showed me her best.
She was taken by surprise when I quickly closed my eyes.
So she rang the bell, and quick as hell
Bob the Nob came out on his job
to see what the trouble was.
“Louise, is the Reverend hard to please?”
“You’re telling me!”
“Perhaps, sir, if it’s not too late.
we could interest you in our old-fashioned Staffordshire plate?”
“Oh no, not me, I’m a man of repute.”
But the Devil caught hold of my soul and a voice called out “Shoot!”
To save my steeple, I visited people;
for this I’d gone when I met Little John.
His name came, I understood,
when the judge said “You’re a robbing hood.”
He told me of his strange foundation,
conceived on sight of the Woodstock nation;
he’d had to hide his reputation.
When poor, ’twas salvation from door to door.
But now, with a pin-up guru every week,
it’s Love, Peace & Truth Incorporated for all who seek.
He employed me as a karma-ma-mechanic, with overall charms.
His hands were then fit to receive, receive alms.
That’s why we’re in
the Battle of Epping Forest,
yes it’s the Battle of Epping Forest,
right outside your door.
We guard your souls for peanuts,
and we guard your shops and houses
for just a little more.
In with a left hook is the Bethnal Green Butcher,
but he’s countered on the right by Mick’s chain-gang fight,
and Liquid Len, with his smashed bottle men,
is lobbing Bob the Nob across the gob.
With his kisser in a mess, Bob seems under stress,
but Jones the Jug hits Len right in the mug;
and Harold Demure, who’s still not quite sure,
fires acorns from out of his sling.
(Here come the cavalry!)
Up, up above the crowd,
inside their Silver Cloud, done proud,
the bold and brazen brass, seen darkly through the glass.
The butler’s got jam on his Rolls; Roy doles out the lot,
with tea from a silver pot just like any picnic.
Along the Forest Road, it’s the end of the day
and the Clouds roll away.
Each has got its load – they’ll come out for the count
at the break-in of day.
When the limos return for their final review, it’s all thru’
- all they can see is the morning goo.
“There’s no-one left alive – must be draw.”
So the Blackcap Barons toss a coin to settle the score.
OH! MY GOD
BEING DOWN
DOWN
DOWN!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου