Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Κι εγώ πενθώ την ερημιά ενός φιλιού…


Κι εγώ πενθώ την ερημιά ενός φιλιού…






Έχει και συνέχεια, το ξέρεις. Πάμε -που λες- στο παρακάτω:
…που σαν το ρούχο η αγάπη μας παλιώνει
κι είναι σαν ήχος χαλασμένου πιστολιού…

Πέντε, δέκα, εκατό, ούτε που ξέρω πόσοι οι στίχοι που σταθήκανε πάνω στ’ αμόνι και σφυρηλατήθηκαν με λύσσα να ’ναι αιχμηροί να μπήγονται έτσι, γλιστεροί και πυρωμένοι στο δέρμα από κάτω, να συναντιούνται με το αίμα, να κυλάνε ζευγαρωτά, να κρατιούνται απ’ τη ζωή τ’ ανθρώπου. Και να την πίνουν, στεγνή και ξεραμένη.

Δεν ξέρω πόσες φορές. Δεν υπολογίζεται δηλαδή. Άκουσα ξανά και ξανά και πάλι τούτο τον στίχο-λυγμό (και κραυγή θαρρώ), με μάτια να θολώνουν, να υγραίνονται κι έπειτα να προσπερνούν. Όποιος κι αν είναι ο χώρος κι ο χρόνος• στη σιγουριά της μοναξιάς ή στο ξεγύμνωμα της πολυφωνίας. Κι ό,τι ήθελε να βαφτιστεί ως συνενοχή, γύρισε πίσω στην πηγή του. Ούτε δάκρυ, που λες. Έτοιμο, ολόγιομο, στο «τσακ» να πισωγυρνά.
Καρφιά ολόγυρα, και στ’ αυτιά και στη καρδιά, μα τρύπες να χυθεί, σφήνες να χωθεί, ούτε μία. Στο λόγο μου.

Από νέα, άλλο τίποτα. Κι από παλιά, μια απ’ τα ίδια.
Ο Νίκος κι η Ελένη, απ’ το Γυμνάσιο μαζί, στα τριανταπέντε τώρα, αλλάζουνε πορείες. Μετά από είκοσι χρόνια, θα μου πεις; Με θρανία στη διαδρομή και έδρανα πανεπιστημίων και σκοπιές και νοσοκομεία –νόσος σοβαρή εκείνης- και χέρια σφιχτοπλεγμένα κι αγκαλιές και βέρες και παπάδες και ξενύχτια πάνω από πυρετούς –πότε ο ένας πότε ο άλλος- και μ’ ένα
«το νιώθω όταν δεν είσαι καλά» που άλλοι γδέρνουνε πέλματα και ψυχή μια ζωή να το ανταμώσουνε, να τ ΄ακούσουνε και εάν…

Ο Νίκος κι η Ελένη, απ’ το Γυμνάσιο μαζί, κλασικό ζευγάρι πες, τραβάνε μονάχοι τώρα. Θυμωμένες τελεσιδικίες.
Δικηγορίστικα γραφεία, τα
«μου» και τα «σου» σε λίστες, ξηγημένα πράγματα μην έχουμε άλλα ντράβαρα, νύχια που μπαινοβγαίνουνε ακονισμένα και λόγια, λόγια στοιχειά, σκιάχτρα οι φόβοι, οι ιδιοκτησίες, συλλαβισμοί αγριεμένοι απ’ τις μαμάδες, όχι το αυτοκίνητο ποιος, όχι το διαμέρισμα μοιρασμένο…

Ο Νίκος κι η Ελένη, απ’ το Γυμνάσιο μαζί, είχανε μια βιτρίνα; Λέω τώρα. Λέω για να λέω δηλαδή. Γιατί το ’χω καλοχωνεμένο πως οι αγάπες έχουνε σάρκα τρυφερή, μωρού που κατουριέται πάνω του και θέλει να τ’ αλλάζεις, να το γλυκονανουρίζεις, να τ’ αναθρέφεις να μαθαίνει κι έπειτα να διδάσκεσαι απ’ αυτό, ω,
πόσο κόπο θέλει ν’ αγαπάς, ποιος μας το’ πε, ποιος;
Ποια θρανία ζεστάναμε, ποια μολύβια μπήξαμε στα δάχτυλα, σε ποια χαρτιά σύρθηκε το χέρι να μάθει, να παιδευτεί, να προχωρήσει, πότε προακτέοι και πότε μετεξεταστέοι, αμάθητοι πάντα, πάντα διψασμένοι, πάντα στη δική της ζήτηση.
Της αγάπης. Να υπάρχει. Να ’ναι εδώ. Έστω και ξένη.

Ο Νίκος κι η Ελένη, απ’ το Γυμνάσιο μαζί, δυο κόκκινοι χιτώνες τώρα, δυο δώματα, δυο στρώματα, δυο κλειδιά, δυο μοναξιές σ’ αριθμητήριο ένα.

Πολύ με πείραξε. Πολύ. Σα κυκλαδίτικη αμμουδιά που ερημώνει μες σε Νοέμβρηδες ανεμόδαρτους. Και σέρνει φύκια ξερά στη ράχη. Νησί στο καταχείμωνο; Αυτό.
Καλά, ότι είναι
πένθος το χώρια, είναι. Κι ότι ο καθείς τα δικά του μνημονεύει και σ’ εκείνα κολυμπά, γνωστό. Ωραία, και; Δείξε τον έναν με το στεγνό μαξιλάρι. Το μονό.

Μέλι στις αγάπες που φοράνε μαντήλι πορτοκαλί στα μαλλιά ήλιοι κι άστρα φουντωμένα. Και το ίδιο ισιώνουν σε βοριάδες και κατακλυσμούς.
Μέλι, ακόμα κι όταν η μελαγχολία των λέξεων στέκεται αμήχανη ή στοχαστική.
Και γυροφέρνει τα εδώ. Τα δικά μας. Ή, το εκεί. Που μπορεί να ’ναι πολύ «εδώ». Πολύ περισσότερο δηλαδή.

Πώς να θυμώσεις με το χώρια τ’ αλλουνού, σφαλίζοντας τ’ αυτιά σου στα ουρλιαχτά του δικού σου; Εύκολα αναγνωρίζεις το οξύμωρον μέσα σου:
Και αγάπη και φόβος• τ’ αντίθετό της δηλαδή. Αδύνατον να οργιστείς με τον όντως εχθρό σου. Τον συναντάς στα δικά σου λημέρια. Σου ανήκει και του ανήκεις.

Ίδια η νύχτα, που λέγαμε τις προάλλες. Του έρωτα κι αυτή. Να την ευγνωμονείς –που όμως; στη φύση εντός, στις πόλεις μακριά-, γιατί είναι η μόνη αφή, που αγρυπνεί για τον άνθρωπο.

Κι ήτανε που λες εκεί, στον Αποκόρωνα, σε χωράφι ξέφραγο, ν’ αλαργιεύεις, να κουτρουβαλάς, να καβαλικεύει η σκέψη ανοιχτάδες, εκεί ήταν που ένιωσα το δείλι να πνέει ελεύθερο, ψυχρούλα γλυκιά, που νικά τον όποιο φόβο.
Πέντε αλητήριοι άνεμοι τριγύρω κι η νύχτα στην προετοιμασία της.
Φως κανένα. Τίποτα. Μηδέν. Μη την προσβάλλουμε. Μη τραυματίσουμε τον ερχομό της. Μα, παρατηρείς πως στραγγαλίζουμε την πρώτη κιόλας ανάσα της με φώτα; Ορμάμε μες στη βαρβαρότητα του πολιτισμού να καταπιούμε το «έλα» της.
Έρχεται κάτι να μας πει. Να δηλώσει παρουσία. Να μας δείξει.
Να μας μάθει. Να μας κάνει κοινωνούς πραγμάτων άγιων και μυστικών.
Στο θάμπος της μέρας εξοικειωμένοι, ξεχνάμε. Ξεχνιόμαστε. Και τις ξεσκίζουμε τις σάρκες. Αίμα το φως. Παγωμένο, κίτρινο. Ίδια ακριβώς, όπως κάνουμε με την αγάπη.

Εκεί που λες, στους αμπελώνες μέσα, παραμερίσαμε. Βουβαθήκαμε ν΄ αφουγκραστούμε τη στιγμή, σπάσαμε λάμπες για την υποδοχή της. Ούτε σπίθα, αλήθεια. Ούτε καν αναπτήρας.
Φύλλα να τρέμουνε στα μάτια και τ’ άστρα σε περιπολία συνωμοτική. Τα χώματα, οι μυρωδιές, τα όνειρα που σαλεύουνε, οι φόβοι που κροταλίζουν στα πόδια σου, θειάφι κι ανάγκης πύρωμα μαζί.
Ποτέ μου δεν είχα αισθανθεί σε τόση ένταση, ότι το σκοτάδι μπορεί να είναι
ιερό κι ελεύθερο. Ικανό να σε κάνει μες στην άφθαρτη αγριάδα της ομορφιάς να θες να αναμετρηθείς μαζί του. Να κλέψεις. Να γίνεις όμοιός του. Να του μοιάσεις.






Μακριά ακόμα απ’ τα φώτα τα πλούσια, τα τραυματικά, οδηγώντας πια, έκανα στην άκρη, έσβησα τα φώτα κι έβαλα το τραγούδι.
«Κι εγώ πενθώ την ερημιά ενός φιλιού», ήρθε ο στίχος.
Μπούκωσα. Φρέναρα το πισωγύρισμα κι άφησα το δάκρυ να κατηφορίσει στο μάγουλο και να αρπαχτεί απ’ το χείλι, για να το πιω• να το χορτάσω.

(Ο στίχος είναι του Μάνου Ελευθερίου.
Θάνος Μικρούτσικος στη μουσική,

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου