μια φορά .. και σε καιρούς αλλοτινούς ..
19 Αυγ 2010
20 είπαν..
Καλησπέρα σας ,
Είναι που ..
Μ αρέσουν τα παραμύθια..
όλα τα παραμύθια,
μα περισσότερο απ΄όλα ,
κείνα που έχουν δράκους.. λύκους.. ξωτικά...
όλους εκείνους που μας μάθαιναν κάποτε, να θαρρούμε για κακούς
τους εύκολους, ξεκάθαρους εχθρούς..
~~~~
Θυμάμαι απόψε μια απ αυτές τις ιστορίες
για έναν δράκο μοναχικό , τον τελευταίο της γενιάς των μεγάλων δράκων λέγανε,
μιας κι οι υπόλοιποι είχαν χαθεί απ των ανθρώπων την αναίτια κακία.. έτσι λέγανε..
Δεν
ήταν κακός κι αιμοδιψής ο δικός μας δράκος.. όχι.. λιγάκι μονάχα
επιφυλακτικός ήταν , κι οι φλόγες που σκορπούσε, ήταν ίσα ίσα για να
τρομάζουν όσους πλησίαζαν πολύ στο έρημο κάστρο του..
Περιφρουρούσε ζηλευτά τη μοναξιά του ξέρετε..
Συχνά τις νύχτες τις αφέγγαρες , όταν η μοναξιά τον βάραινε,
πήγαινε κρυφά και σιωπηλά στα χωριά, παρατηρούσε τους ανθρώπους , προσπαθούσε να καταλάβει.
Τις
περισσότερες φορές γυρνούσε στο κάστρο απογοητευμένος, δικαιωμένος για
την απόσταση που κρατούσε , γιατί αυτά που έβλεπε κι άκουγε , τόνιζαν
την φαυλότητα και την αναλγησία των ανθρώπων.
Ήταν όμως κάποια βράδια που γυρνούσε με μια λαχτάρα στην καρδιά του
κι ένα παράπονο μυστήριο ξυπνούσε μέσα του.
Η μοναξιά του που τόσο υπερηφανευόταν για αυτήν και που την θεωρούσε στολίδι του,
άρχισε να αποκτά ρωγμές.
Κι από εκεί ξεπηδούσαν όνειρα για έναν κόσμο άλλο,
που άνθρωποι και δράκοι θα μπορούσαν να ζήσουν ειρηνικά... και να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο για ένα καλύτερο αύριο...
Το πρωί έκλεινε τις ρωγμές με θυμό και απελπισία
για να ξαναμπεί στον φαύλο κύκλο μετά από λίγες μέρες.
Για όλα έφταιγαν τα παραμύθια
Ήταν πεπεισμένος γι' αυτό.
Τα παραμύθια που λέγανε οι άνθρωποι για να κρύψουν μέσα τους ότι δεν καταλάβαιναν κι ότι φοβόταν .
Τα παραμύθια που στάθηκαν αιτία να σκοτώσουν τους άλλους δράκους της γενιάς του.
Ο δράκος μας βημάτιζε νευριασμένος πάνω κάτω στο κάστρο.
Πετούσε όλο και μακρύτερα πια .. δίχως να φυλάγεται τόσο ..
Μέχρι κείνη
τη νυχτιά.. που αν και το φεγγάρι έκανε τη βόλτα του στον ουρανό,
κείνος αποφάσισε να κάνει μία ακόμη βόλτα στων ανθρώπων τον τόπο..
Πρώτα άκουσε την φωνή της και μετά την είδε.
Κουβαριασμένη σε μια πολυθρόνα κάτω απ το λιγοστό φως ενός κεριού , διάβαζε μεγαλόφωνα και σχολίαζε μόνη της,
μιλούσε θαρρείς σ ένα σύντροφο, φανταστικό ..
Η περιέργεια τον έκανε να πλησιάσει..
κι εκείνη σήκωσε τα μάτια και τον είδε .. μα δε φάνηκε να ξαφνιάζεται .. Τον κοίταζε μονάχα.. περιμένοντας ...
Παραξενεμένος από την αντίδρασή της , μα και θυμωμένος που άφησε να τον δει , έμεινε σιωπηλός
περιμένοντας μιαν ερώτηση, που όμως δεν ήρθε.
Η κοπέλα γύρισε στο βιβλίο της και συνέχισε να διαβάζει.
Ενα παραμύθι.
Ένα παραμύθι όμως διαφορετικό απ' όσα είχε ακούσει μέχρι εκείνη την ημέρα.
Μιλούσε για τον έρωτα και τον πόνο του,
για την αγάπη και τα μυστικά της,
για την μοναξιά και την απελπισία που γεννά.
Σαν τέλειωσε, σήκωσε τα μάτια και τον ρώτησε. Κείνος, απροετοίμαστος .. απάντησε .
Την κοίταξε λοξά .. ανταριάστηκε ..
Κείνη άρχισε να διαβάζει ένα καινούριο παραμύθι.
Κείνος έβγαλε φωτιά ...
Κείνη συνέχισε ατάραχη, σταματώντας μονάχα για να τον ρωτήσει.. κείνος απαντούσε ..
Έτσι πέρασαν το βράδυ.
Το ξημέρωμα στο κάστρο του , ένιωσε πως κάτι καινούριο είχε μπει στην ζωή του,
που δεν το γνώριζε .. δεν ήξερε πώς να το χειριστεί.
Τα παραμύθια της νύχτας, γίνανε τα όνειρα του πρωινού
κι αυτός μπερδεμένος ... αναποφάσιστος
Κάθε βράδυ έλεγε πως δεν θα πάει να την ανταμώσει ξανά και κάθε βράδυ κινούσε να την βρει
Ήταν σίγουρος πως ήταν κάποια παγίδα.
Πως αυτή ήταν το δόλωμα για να πιάσουνε οι άνθρωποι τον δράκο και να τον σκοτώσουν , όπως τόσους άλλους πριν.
Αλλά .... η μαγεία των παραμυθιών νικούσε
και πήγαινε να την βρει .. να της μιλήσει.
Ίσως να συνεχιζόταν για χρόνια αυτό,
αλλά ένα βράδυ η κοπέλα του είπε πως έχει να του διαβάσει ένα ιδιαίτερο παραμύθι.
Ένα παραμύθι που τον αφορούσε .
Ένα παραμύθι για την κοπέλα που αγάπησε τον δράκο.
Βγήκε για πρώτη φορά έξω από το σπίτι της και τον πλησίασε.
Ακούμπησε τα βιβλία προσεχτικά στο έδαφος , γονάτισε μπροστά του,.. . Άπλωσε το χέρι ... χαμογελούσε τρυφερά.
Ο δράκος
αναπήδησε σαν να τον είχε αγγίξει πυρωμένο σίδερο. Με μια μονάχα ανάσα ,
έβγαλε μια μεγάλη φωτιά κι έκαψε τα βιβλία με τα παραμύθια Κοίταξε με
μίσος την κοπέλα , να εξαφανιστεί από μπρος του της είπε.. πριν κάψει
και την ίδια.
Το χαμόγελό της .. πέτρωσε
σηκώθηκε
«Κάψε με αν αυτό είναι που θέλεις» του είπε.
«Κάψε τα παραμύθια , κάψε και τα όνειρα. Δεν μπορείς όμως να κάψεις την αγάπη, που σου χάρισα. Κράτα την , δώρο από μένα».
Για μια στιγμή μονάχα .. κείνος δίστασε ...
Για μια στιγμή όμως..
«Δεν πιστεύω στα παραμύθια. Δεν ονειρεύομαι ποτέ. Δεν δέχομαι δώρα από κανέναν».
κι από το στόμα του βγήκε φωτιά μεγάλη .. ξέρετε... από κείνες που μονάχα στάχτες κι αποκαϊδια αφήνουν πίσω.. και την τύλιξε.
Κι έφυγε..
Ηταν που το πρωί σηκώθηκε βαρύς .. παράξενα αδύναμος .. από έναν ύπνο δίχως όνειρα.
Ηταν που περνώντας μπροστά απ το μεγάλο καθρέφτη ... μια κραυγή απελπισίας έσκισε το κάστρο ..
Ηταν που Δάκρυα λύσσας πλημμύρισαν τα μάτια του , τα κόκκινα κι αγριεμένα
Ηταν που δε θα μπορούσε να φανταστεί χειρότερη τιμωρία.
Ηταν που στον καθρέφτη είδε έναν άνθρωπο..
Κ α λ η ν ύ χ τ α σ α ς ....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου