"Ποιος Ξέρει...", Μαρία Πολυδούρη
Kάποιοι άνθρωποι είναι κουβαλητές. Στέκονται με άγρυπνο νοιάξιμο πάνω απ'τις πληγές των άλλων και κάνουν ό,τι περνά απ'το χέρι τους και παραπάνω ακόμη, για να τις ιάσουν. Είναι εκείνοι που γνωρίζουν τα βάσανα, τις αγωνίες, τα πικρά τέλματα και τα διλήμματα, και μένουν με τα μάτια ορθάνοιχτα και την καρδιά σταματημένη να παρακολουθούν τις εξελίξεις και να εύχονται με την ψυχή τους για τη θετικότερη έκβαση. Αυτοί οι άνθρωποι, μένουν σιωπηλοί. Της δικής τους ύπαρξης τις λύπες και τους φόβους, τα κρατούν μέσα σε μικρά κουτιά και τα διπλοκλειδώνουν, κάθε που κάνουν να εκφραστούν. Και κανείς δεν ξέρει... κανείς δεν ξέρει πώς νιώθουν.
" τὰ δάκρια, ὤ, θὰ μ᾿ ἀρνιόσουν ὅλα ἂν τἄβλεπες.
Κι᾿ ὅμως μου λὲς πὼς μ᾿ ἔχεις ἀγαπήσει... "
Το παρακάτω υπέροχο ποίημα είναι γραμμένο από τη γνωστή ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Ανήκοντας στη γενιά των ποιητών του 1920, που έγραφαν εκφράζοντας ως επί το πλείστον ένα αίσθημα παρακμής και απαισιοδοξίας και ούσα για πάντοτε βαθειά ερωτευμένη με τον Κώστα Καρυωτάκη, συνέγραψε άλλο ένα διαμάντι αυθεντικού, γυναικείου συναισθηματισμού που μπορεί να αγγίξει κάθε ευαίσθητη καρδιά.
Οι τρεις πρώτες στροφές του έργου της έχουν μελοποιηθεί από τον Μίλτο Σελιτσανιώτη και ερμηνευτεί από τις μαγικές φωνές της Ελεονώρας Ζουγανέλη και Νατάσας Μποφίλιου.
ΠΟΙΟΣ ΞΕΡΕΙ...
Καμμιὰν ἀπὸ τὶς πίκρες μου δὲ γνώρισες
τὶς πίκρες μου τὶς ἄσωστες τὶς μαῦρες.
Καὶ στῶν ματιῶν μου μέσ᾿ στὸ φεγγοβόλημα
τὰ δάκριά μου στεγνωμένα τὰ ᾿βρες.
τὶς πίκρες μου τὶς ἄσωστες τὶς μαῦρες.
Καὶ στῶν ματιῶν μου μέσ᾿ στὸ φεγγοβόλημα
τὰ δάκριά μου στεγνωμένα τὰ ᾿βρες.
Ἐσὺ μονάχα τὸ γλυκὸ χαμόγελο
καμάρωσες στὰ χείλη μου ἁπλωμένο
κ᾿ ἔχες μέσ᾿ στῶν ματιῶν μου τὸ ξαστέρωμα
τὸν πόθο σου τρελλὰ καθρεφτισμένο.
καμάρωσες στὰ χείλη μου ἁπλωμένο
κ᾿ ἔχες μέσ᾿ στῶν ματιῶν μου τὸ ξαστέρωμα
τὸν πόθο σου τρελλὰ καθρεφτισμένο.
Μὲ γνώρισες νὰ γέρνω στὴν ἀγάπη σου
σὰν πεταλούδα στὸ ἄλικο λουλούδι
καὶ νὰ σκορπίζω ὅσο ἡ καρδιά μου ἐδύνοταν
μεθυστικὸ τὸ ἐρωτικὸ τραγούδι.
σὰν πεταλούδα στὸ ἄλικο λουλούδι
καὶ νὰ σκορπίζω ὅσο ἡ καρδιά μου ἐδύνοταν
μεθυστικὸ τὸ ἐρωτικὸ τραγούδι.
Γνώρισες τῆς χαρᾶς μου τὸ ἄγριο ξέσπασμα
στὸν ἀνοιξιάτικον ἀγρὸ ποὺ εὐώδα
λαχτάρας κύμα ἐγίνονταν ἡ ἀγκάλη μου
τὰ νειάτα σου νὰ σφίγγη καὶ τὰ ρόδα.
στὸν ἀνοιξιάτικον ἀγρὸ ποὺ εὐώδα
λαχτάρας κύμα ἐγίνονταν ἡ ἀγκάλη μου
τὰ νειάτα σου νὰ σφίγγη καὶ τὰ ρόδα.
Ἐσὺ ποτὲ κρυφὰ δὲν ἀκολούθησες
τὸ βῆμα μου σὰν φεύγω ἀπὸ κοντά σου
κι᾿ ὅμως καὶ μὲ τὴ σκέψη σου μοῦ δόθηκες
καὶ μὲ τὴ φλόγα ἀκόμα τοῦ ἔρωτά σου.
τὸ βῆμα μου σὰν φεύγω ἀπὸ κοντά σου
κι᾿ ὅμως καὶ μὲ τὴ σκέψη σου μοῦ δόθηκες
καὶ μὲ τὴ φλόγα ἀκόμα τοῦ ἔρωτά σου.
Μὰ ποιὸς τὸ ξέρει ἄν, μία στιγμὴ βρισκόσουνα
κάπου ποὺ νὰ μὲ βλέπεις ὅταν γέρνω
καὶ σκύβω μαζωχτὴ κάτω ἀπὸ τἄγριο
χτύπημα, τὶς στριγγὲς φωνὲς ποὺ σέρνω
κάπου ποὺ νὰ μὲ βλέπεις ὅταν γέρνω
καὶ σκύβω μαζωχτὴ κάτω ἀπὸ τἄγριο
χτύπημα, τὶς στριγγὲς φωνὲς ποὺ σέρνω
ἂν ἄκουες, καὶ στοῦ πόνου τὸ ξεχείλισμα
τὸ δόσιμο στὸ ξέψυχο μεθύσι,
τὰ δάκρια, ὤ, θὰ μ᾿ ἀρνιόσουν ὅλα ἂν τἄβλεπες.
Κι᾿ ὅμως μου λὲς πὼς μ᾿ ἔχεις ἀγαπήσει.
τὸ δόσιμο στὸ ξέψυχο μεθύσι,
τὰ δάκρια, ὤ, θὰ μ᾿ ἀρνιόσουν ὅλα ἂν τἄβλεπες.
Κι᾿ ὅμως μου λὲς πὼς μ᾿ ἔχεις ἀγαπήσει.