Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

ΔΙΑΦΟΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ


Πέμπτη, 22 Νοεμβρίου 2012

Pont Neuf

Είμαστε ο χρόνος.
Εκείνη είμαστε η περίφημη παραβολή του Σκοτεινού Ηράκλειτου.
Είμαστε το νερό, όχι το σκληρό διαμάντι,
αυτό που χάνεται, όχι αυτό που μένει.
Είμαστε το ποτάμι κι ο Έλληνας εκείνος που κοιτάζεται στο ποτάμι.
Η αντανάκλαση του αλλάζει στο νερό του εναλλασσόμενου καθρεύτη
στο κρύσταλλο που αλλάζει σαν τη φωτιά.
Είμαστε το μάταιο προκαθορισμένο ποτάμι όπως κυλά προς τη θάλασσα.
Το σκέπασε η σκιά.
Όλα μας αποχαιρετούν, όλα μακραίνουν.
Η μνήμη δεν εξαργυρώνει το νόμισμα της.
Και ασφαλώς κάτι υπάρχει που απομένει
και ασφαλώς κάτι υπάρχει που θρηνεί
Jorge Luis Borges (Τα Ποτάμια)


Τετάρτη, 21 Νοεμβρίου 2012

Κρυμμένη Ομορφιά


Σε μια καλημέρα απο χείλη που ποτέ δεν διαβάσαμε
Σ'ενα λουλούδι που τ'αγκάθια του απλά φοβηθήκαμε
Σε μια άκρη τ'ουρανού που ποτέ δεν κοιτάξαμε
Σ'ενα κοχύλι στην αμμουδιά που μιλάει γι'αγάπη μέσα στο χειμώνα
Σ'εκείνη τη σταγόνα της βροχής που πήρε το δάκρυ μας να μή φανεί στα μάτια μας
Κρυμμένη ομορφιά
Σ'ένα χαμόγελο που δεν περιμέναμε
Σ'ένα δάκρυ χαράς που έμεινε στα μάτια μας
Κρυμμένη ομορφιά
Σ'ένα γράμμα που με λαχτάρα ανοίξαμε
Στο βιβλίο που ποτέ δεν τελειώσαμε
Κρυμμένη ομορφιά
όπου κι αν είσαι ασε ενα σημάδι για να σε νοιώσουμε
Ένα σημάδι μιας κρυμμένης ευτυχίας...
Ελένη Εφορακοπούλου (Κρυμμένη Ομορφιά)

Κέντρο



Είπες «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη απο αυτή.

 προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή
κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»
Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θά βρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.
Κ. Καβάφης (Η Πόλις)

Κυριακή, 18 Νοεμβρίου 2012

Kardesimsin Alexis


Θά ‘θελα αυτήν την μνήμη να την πω...
Μα έτσι εσβύσθη πια... σαν τίποτε δεν απομένει –
γιατί μακρυά, στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια κείται.

Δέρμα σαν καμωμένο από ιασεμί...
Εκείνη του Αυγούστου – Αύγουστος ήταν; – η βραδιά...
Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια∙ ήσαν, θαρρώ, μαβιά...
Α ναί, μαβιά∙ ένα σαπφείρινο μαβί.
Κ. Καβάφης (Μακρυά)


Τρίτη, 13 Νοεμβρίου 2012

Παλαιοπωλείο

Καλά ξεκίνησες
Πήρες αμπάριζα τα παλαιοπωλεία και τα στενά
τα πρόστυχα κουτούκια και τα μπορντέλα
τις φυλακές και τα άσυλα.
Ποδοβολητό και λάσπες σιντριβάνι
στο θολωμένο σου μυαλό.
Στο τέλος γύρισες ρημάδι
με κάτι σκουριασμένα μπακίρια
και μερικές φωτογραφίες που σου χάρισαν
οι πόρνες.

Τώρα, μέσα στον πυρετό και στη σήψη
μιας απέραντης πολιτείας
ισοβίτης με τελεσίδικη απόφαση στο χέρι
δίχως έλεος για παραγραφές και χάρες
σέρνεις μια νύχτα στα μάτια σου
ένα θαμπό ακρογιάλι κάτω απ' τις λέξεις σου.
Το βάρος σου εξαργυρώνεται κάθε πρώτη του μηνός
με κολλαριστά χαρτονομίσματα.
Θανάσης Βενέτης (Τέσσερα Αχιλλέως, τρία Αίαντος)

Άνθρωποι


Ανάσκαψα όλη τη γη για να σε βρω.
Κοσκίνισα μες την καρδιά μου την έρημο, ήξερα
πως δίχως τον άνθρωπο δεν είναι πλήρες
του ήλιου το φως. Ενώ, τώρα κοιτάζοντας
μες από τόση διαύγεια τον κόσμο,
μες από σένα – πλησιάζουν τα πράγματα 
γίνονται ευδιάκριτα, γίνονται διάφανα –
τώρα μπορώ
ν’ αρθρώσω την τάξη του σ’ ένα μου ποίημα.
Παίρνοντας μία σελίδα θα βάλω
σ’ ευθείες το φως.
Νικιφόρος Βρεττάκος (Ο άνθρωπος, ο κόσμος και η ποιήση)

Τετάρτη, 7 Νοεμβρίου 2012

Συντριβάνι

Το περιβόλι με τα συντριβάνια του στη βροχή
θα το βλέπεις μόνο από το χαμηλό παράθυρο
πίσω από το θολό τζάμι. Η κάμαρά σου
θα φωτίζεται μόνο από τη φλόγα του τζακιού
και κάποτε, στις μακρινές αστραπές θα φαίνουνται
οι ρυτίδες του μετώπου σου, παλιέ μου Φίλε.

Το περιβόλι με τα συντριβάνια που ήταν στο χέρι σου
ρυθμός της άλλης ζωής, έξω από τα σπασμένα
μάρμαρα και τις κολόνες τις τραγικές
κι ένας χορός μέσα στις πικροδάφνες
κοντά στα καινούργια λατομεία,
ένα γυαλί θαμπό θα το ‘χει κόψει από τις ώρες σου.
Δε θ’ ανασάνεις, το χώμα κι ο χυμός των δέντρων
θα ορμούν από τη μνήμη σου για να χτυπήσουν
πάνω στο τζάμι αυτό που το χτυπά η βροχή
από τον έξω κόσμο.
Γιώργος Σεφέρης (Μυθιστόρημα ΣΤ΄)


Κυριακή, 4 Νοεμβρίου 2012

Ψάρεμα

Ἔρχετ᾿ ἡ ψαρόβαρκα, ἔρχεται ὁλοΐσια 
πέρα ἀπ᾿ τὸν Ἀσπρόπυργο κι ἀπ᾿ τὰ Πετρονήσια 
σὰ νεράιδα ἀφρόπλαστη, νύφη φτερωτή, 
τὴ χαϊδεύει ὁ μπάτης· 

μύρια πλούτη ἀτίμητα στὴν ποδιὰ κρατεῖ, 
ἔρχεται ἀσημόζωστη καὶ ροδοντυμένη,

 ἔχει καὶ φορεῖ ζηλευτὰ προικιά της.
Ἔρχετ᾿ ἡ ψαρόβαρκα χρυσοστολισμένη, 

τοῦ πελάου ἀρχόντισσα βεργολυγερή, 

μὲ πολλὰ καμάρια· πλούτη καὶ στολίδια της 
τοῦ γιαλοῦ τὰ ψάρια!
Γεώργιος Δροσίνης (Η Ψαρόβαρκα)


Πόρος 2

Κάθε χρόνο κατὰ τὸ μήνα Αὔγουστο
εἰσβάλλει στὸ προαύλιο τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Πόρου
ἡ μαύρη πεταλούδα τοῦ Μοναστηριοῦ 
πετάει ἀπὸ πέτρα σὲ πέτρα 
τὰ παιδιὰ προσπαθοῦν νὰ τὴν πιάσουν
ἀλλὰ δὲν τὸ κατορθώνουν
εἶναι ἡ Ἅγια-Πεταλούδα τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Πόρου
πετάει ἀπὸ πέτρα σὲ πέτρα μόνο γιὰ λίγες μέρες
κι ὕστερα χάνεται γιὰ νὰ ξαναεμφανιστεῖ πάλι

 τὸν ἄλλο Αὔγουστο ἡ Ἅγια μαύρη-Πεταλούδα
τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Πόρου...
Μίλτος Σαχτούρης (Η εισβολή της Μαύρης Πεταλούδας του Πόρου)

Ουρανός

Πουλιὰ μαῦρες σαΐτες τῆς δύσκολης πίκρας
δὲν εἶν᾿ εὔκολο πράμα ν᾿ ἀγαπήσετε τὸν οὐρανὸ
πολὺ μάθατε νὰ λέτε πὼς εἶναι γαλάζιος
ξέρετε τὶς σπηλιές του τὸ δάσος τοὺς βράχους του;
ἔτσι καθὼς περνᾶτε φτερωτὲς σφυρίχτρες
ξεσκίζετε τὴ σάρκα σας πάνω στὰ τζάμια του
κολλοῦν τὰ πούπουλά σας στὴν καρδιά του
Καὶ σὰν ἔρχεται ἡ νύχτα μὲ φόβο ἀπ᾿ τὰ δέντρα
κοιτᾶτε τ᾿ ἄσπρο μαντίλι τὸ φεγγάρι του
τὴ γυμνὴ παρθένα ποὺ οὐρλιάζει στὴν ἀγκαλιά του
τὸ στόμα τῆς γριᾶς μὲ τὰ σάπια τὰ δόντια του 
τ᾿ ἄστρα μὲ τὰ σπαθιὰ καὶ μὲ τοὺς χρυσοὺς σπάγγους
τὴν ἀστραπὴ τὸν κεραυνὸ τὴ βροχή του


τὴ μακριὰ ἡδονὴ τοῦ γαλαξία του
Μίλτος Σαχτούρης (Ο ουρανός)

Δευτέρα, 29 Οκτωβρίου 2012

Έξω απο το τζαμί


Καὶ μία γυναῖκα ζήτησε. 
Γιὰ τὸν πόνο μίλησέ μας.

Κι ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε.
Ὁ πόνος σᾶς σπάζει τὸ κέλυφος ποὺ περιβάλλει τὴν κατανόηση σάς. Ὅπως πρέπει νὰ σπάσει τὸ κουκούτσι τοῦ καρποῦ, 
ὥστε νὰ δεῖ ὁ πυρήνας του τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, 
ἔτσι ὀφείλετε νὰ μάθετε τὸν πόνο. 
Κι ἂν τὸ μπορούσατε στὴν καρδιὰ σὰς 
τὸ θαυμασμὸ γιὰ τῆς ζωῆς σὰς τὰ καθημερινὰ τὰ θαύματα νὰ κρατούσατε, 
δὲ θὰ φαινόταν λιγότερος θαυμαστὸς ἀπ᾿ τὴ χαρὰ ὁ πόνος; 
Καὶ δὲ θὰ δεχόσαστε τοὺς ρυθμοὺς τῆς ἀλλαγῆς μὲς στὴν καρδιά σας, ἔτσι ὅπως δεχόσαστε τὶς ἀλλαγὲς τοῦ χρόνου στὰ χωράφια σας. 
Καὶ θὰ παρατηρούσατε τὴ γαλήνη μέσα ἀπ᾿ τοὺς χειμῶνες τῆς θλίψης σας.

Μεγάλο μέρος ἀπ᾿ τὸν πόνο σας εἶναι δική σας ἐκλογή.
Εἶναι ἕνα φάρμακο πικρὸ ποὺ ὁ μέσα σας γιατρὸς δίνει, 
τὸν ἄρρωστο ἑαυτὸ νὰ θεραπεύσει. 
Ἐμπιστευτεῖτε τὸ θεραπευτή, 
τὸ φάρμακο τοῦ πιεῖτε σιωπηλὰ καὶ ἤρεμα. 
Γιατί τὸ χέρι του, σκληρὸ κι ἀβάσταχτο ἂν εἶναι, 
ἔχει ὁδηγὸ τὸ τρυφερὸ χέρι τοῦ Ἀόρατου. 
Κι ἡ κούπα ποὺ προσφέρει, παρόλο ποὺ τὰ χείλη καίει, 
φτιαγμένη εἶναι ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν πηλὸ
ποὺ ὁ Ἀγγειοπλάστης ὕγρανε μὲ τὰ δικά Του ἱερὰ δάκρυα.
Kahlil Gibran (απο τον Προφήτη)

Περιστέρι


Ἔφυγε ἡ ζωή μας ἢ ἔφυγαν πουλιὰ ἀπ᾿ τὴν παλάμη τοῦ Θεοῦ;

Τράβηξαν τουφεκιὲς νὰ τὰ σκοτώσουν

Ἡ ζωή μας ἔγινε ὡραιότερη
Τόσο ποὺ μοιάζει μὲ ἄστρο ὅταν τὴν κοιτάξω

Καὶ δὲν μπορῶ νὰ τὴν κατεβάσω στὸ γιαλὸ

καὶ νὰ τὴν κάμω πλοῖο


Ὢ περιστέρι τῆς ψυχῆς πήγαινε στὸ καλὸ

Πήγαινε τώρα μὲ τὸ μελτέμι
Καὶ φίλησέ μου ὅσα μαργαριτάρια συναντήσεις
Ἂν δὲν μὲ βλέπεις μὴ φοβᾶσαι θὰ γιορτάζω μαζί σου

Στὸ ταξίδι μας θὰ σηκώσουμε τὰ νερὰ τῆς θάλασσας

Νὰ εὐλογήσουν ὅ,τι ἀγαπήσαμε καὶ ὅ,τι δὲν ξεχνᾶμε πιὰ


Σὲ περιβόλι ἄραξε τὸ περιστέρι

Σὲ περιβόλι ἄραξε ἡ ψυχή μου
Λοιπὸν θυμᾶμαι τώρα τὸ καλοκαῖρι τῆς ζωῆς μου

Σὰν νὰ ἤσουνα ἐσὺ ἡ μόνη ἄνοιξη τῆς γῆς

Σὲ ἀντικρίζω ὢ ἡμέρα τῆς γέννησής μου.


[…]Ὅποιος φέρνει τὴ θάλασσα στὴν ἀγκαλιά του

Εἶναι σὰ νὰ μὴν ὑποφέρει ἀπὸ βάρος
Εἶναι σὰ νὰ μὴ ντρέπεται ποὺ πηγαίνει μὲ τὸν ἀγέρα
Εἶναι σὰ νὰ κρατάει ὁλάκερη τὴ γῆ μέσα στὸ βλέμμα
Νὰ τραγουδάει μέσα στὴ νύχτα
Καὶ νὰ τοῦ γίνεται ἡ νύχτα μητέρα
Νὰ τραγουδάει μέσα στὸν ἥλιο
Καὶ ν᾿ ἀγαπάει μία γυναῖκα
Ποὺ τὴ νομίζει βρέφος

Νὰ τραγουδάει μέσα στὸν ἄνεμο

Κι ἔτσι νὰ χάνει καὶ νὰ κερδίζει τὴ φωνή του
Γιώργος Σαραντάρης (απο Τρία ποιήματα της θάλασσας)

Πέμπτη, 25 Οκτωβρίου 2012

Μοναξιά (καρό)


Πλάι στη βρύση παθαίνω διψασμένος
Καίω σα φωτιά και τρέμω, τουρτουρώ
Στον τόπο μου ενώ ζω, είμαι πλέρια ξένος
Κοντά στη 'στιά τα δόντια κουρταλώ
Σα σκούληκας γυμνός στολή φορώ
Γελώντας κλαίω χωρίς ελπίδα πια
Χαίρουμαι κι όμως δεν έχω χαρές
Θεριό είμαι δίχως δύναμη καμιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές

Στ' "αβέβαιος" πάντα βρίσκω τ' "ορισμένος"
Το ξάστερο το βλέπω σκοτεινό
Διστάζω για ό,τι πλέρια είμαι πεισμένος
Για κάθε ξαφνικό φιλοσοφώ
Κερδίζω και χαμένος θε να 'βγω
Όταν χαράζει, λέω, -"Καλή νυχτιά!"
Ξαπλώνω, λέω, θα φάω καμιά βροντιά
Είμαι πλούσιος κι όλο έχω αδεκαριές
Μαγκούφης, καρτερώ κληρονομιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές

Έγνοιες δεν έχω κι είμ' ιδεασμένος
Πλούτια να βρω, μα δεν επιθυμώ
Απ' όσους μ' επαινούνε προσβαλμένος
Και κοροϊδεύω ό,τι είναι σοβαρό
Φίλο έχω όποιον με πείσει πως γλυκό
Κελάηδημα είν' της κάργιας η σκουξιά
Για όποιον με βλάφτει λέω πως μ' αγαπά
Το ίδιο μου είναι κι οι αλήθειες κι οι ψευτιές
Τα ξέρω όλα, δε νιώθω τόσο δα
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές

Πρίγκιπα μου μακρόθυμε, καμμιά
γνώση δεν έχω και μυαλό σταλιά
Μα υπακούω στους νόμους, τι άλλο θες;
Πώς, τους μιστούς να πάρω είπες, ξανά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές.
Villon Francois (Η μπαλάντα του Μπλουά)

Δευτέρα, 22 Οκτωβρίου 2012

Γαλατάς


Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι παῖξε-γέλασε
Πρέπει νὰ τήνε πάρεις σοβαρά,
Ὅπως, νὰ ποῦμε, κάνει ὁ σκίουρος,
Δίχως ἀπ᾿ ὄξω ἢ ἀπὸ πέρα νὰ προσμένεις τίποτα.

Δὲ θά ῾χεις ἄλλο 
πάρεξ μονάχα νὰ ζεῖς.
Τὶς πιὸ ὄμορφες μέρες μας δὲν τὶς ζήσαμε ἀκόμα
Κι ἂχ ὅ,τι πιὸ ὄμορφο θά ῾θελα νὰ σοῦ πῶ
Δὲ στό ῾πα ἀκόμα.
Nâzim Hikmet (Για τη ζωή)

Το σοκάκι


Η κάμαρα ήταν πτωχική και πρόστυχη,

κρυμένη επάνω από την ύποπτη ταβέρνα.
Aπ’ το παράθυρο φαίνονταν το σοκάκι,

το ακάθαρτο και το στενό. Aπό κάτω
ήρχονταν η φωνές κάτι εργατών
που έπαιζαν χαρτιά και που γλεντούσαν.


Κ’ εκεί στο λαϊκό, το ταπεινό κρεββάτι

είχα το σώμα του έρωτος,
 είχα τα χείλη τα ηδονικά και ρόδινα της μέθης —
τα ρόδινα μιας τέτοιας μέθης, που και τώρα
που γράφω, έπειτ’ από τόσα χρόνια!,
μες στο μονήρες σπίτι μου, μεθώ ξανά. 
Κωνσταντίνος Καβάφης (Μια Νύχτα)

Bratislava

Αν με ρωτούσε κανείς τι είναι ποίημα,
για μερικά δευτερόλεπτα θα σάστιζα.
Αν και το γνωρίζω τόσο καλά!
Διάβαζα ξανά και ξανά τους νεκρούς ποιητές
και κατά καιρούς φώτιζαν οι στίχοι τους τον δρόμο μου
σαν φλόγα μες στο σκοτάδι.
Η ζωή δεν περπατά στις μύτες των ποδιών της
μερικές φορές μας ταρακουνά και τα χτυπάει με βρόντο.
                                                             Συχνά αναζητούσα στα τυφλά τον Ερωτα
όπως κάποιος που έχει χάσει το φως του
και στα κλαδιά της μηλιάς 
ψαχουλεύει το σχήμα των καρπών που λαχταρούν οι παλάμες του.
Και γνωρίζω στίχους
δυνατούς σαν το ξόρκι της Κόλασης,
που θα γκρεμίσουν τις πύλες του Παραδείσου.
Τους ψιθύρισα σε ξαφνιασμένα μάτια.
Πώς να μην σηκώσουν τα αδύναμα χέρια 
που με φόβο κλείνουν μια αγκαλιά γεμάτη έρωτα!

Αν κάποιος ρωτούσε τη γυναίκα μου
τι είναι ο Ερωτας, θα έβαζε μάλλον τα κλάματα.
Jaroslav Seifert (Τo τραγούδι του ιντερμέτζο)

Κυριακή, 21 Οκτωβρίου 2012

Alexanderplatz

Είμαι ασημένιος και σωστός. Χωρίς προκαταλήψεις.
Ό,τι κι αν δω το καταπίνω αμέσως
Έτσι όπως είναι, αθάμπωτο από αγάπη ή απέχθεια.
Δεν είμαι σκληρός, μονάχα ειλικρινής-
Το μάτι ενός μικρού θεού, τετρα-γωνιασμένο.
Τον πιο πολύ καιρό στοχάζομαι στον τοίχο απέναντι.
Είναι ρόδινος, με πιτσιλιές. Τον έχω δει τόσο πολύ
Που λέω ότι είναι μέρος της καρδιάς μου. Μα τρεμολάμπει.
Πρόσωπα και σκοτάδι μας χωρίζουν πάλι και πάλι.


                                                               Μια λίμνη είμαι τώρα. 
Μια γυναίκα σκύβει πάνω μου,
Ψάχνοντας στις εκτάσεις μου αυτό που πράγματι είναι.
Στρέφει μετά σ' αυτούς τους ψεύτες, το φεγγάρι ή τα κεριά.
Βλέπω τη ράχη της, και πιστά την καθρεφτίζω.
Με δάκρυα μ' ανταμείβει κι ένα τρέμουλο χεριών.
Είμαι γι' αυτήν σημαντική. Έρχεται και φεύγει.
Κάθε πρωί παίρνει η μορφή της του σκοταδιού τη θέση.
Μέσα μου έχει πνίξει αυτή ένα κορίτσι, και μέσα μου μια γριά
Μέρα με τη μέρα ορθώνεται εμπρός της, σαν ψάρι τρομερό.
Sylvia Plath (Καθρεύτης)

Σάββατο, 20 Οκτωβρίου 2012

Μαδρίτη

Ένα σονέτο μού ζητούν να φτιάξω
   (έργο πιο ζόρικο δεν μου 'χει λάχει),
   και στίχους δεκατέσσερις, λέει, να 'χει:
   νά κιόλας τρεις, χωρίς πολύ να ψάξω.

   Μια ρίμα δεν χρειάστηκε ν' αλλάξω
   και φτάνω στα μισά του δρόμου εν τάχει·
   σχεδόν θα 'χω κερδίσει πια τη μάχη,
   τις πρώτες δυο στροφές αν ξεπετάξω.

   Στο πρώτο από τα τρίστιχα ζυγώνω
   και είναι φανερό πως προοδεύω
   αφού μ' αυτόν το στίχο το τελειώνω.

   Στο δεύτερο πια μπαίνω και πιστεύω
   πώς στίχους δεκατρείς ολοκληρώνω.
   Μέτρα κι αυτόν εδώ - και ξεμπερδεύω.
Lope Felix de Vega Carpio (Σονέτο της στιγμής)

Τρίτη, 16 Οκτωβρίου 2012

La Pedrera

Ὅ,τι ὀνειρεύτηκα τόσα καὶ τόσα βράδια,
ὅ,τι πεθύμησα μὲ τόση ἀλλοφροσύνη,
ὅ,τι σχεδίασα μὲ τόσο πυρετό,
μόλις σὲ δῶ, γλυκιά μου ἐξουθένωση,
στὰ μάτια καὶ τὰ χείλη τὸ ἀναστέλλω,
γιὰ μία στιγμὴ πιὸ ἀπελπισμένη τὸ ἀναβάλλω,
γιατί μονάχα ὅταν τὰ χέρια μου σὲ χάνουν,


ἡ πονεμένη φαντασία μου σὲ κερδίζει.
Ντίνος Χριστιανόπουλος (Αναστολή)

Παρασκευή, 12 Οκτωβρίου 2012

Λιμνοθάλασσα


Καλαμωτή-καλαμωτὴ παίρνοντας, μπαίναμε μαζὶ
Μέσα στὰ χρυσοπράσινα νερά, γλαρὸ φεγγάρι

Τὸ δίχτυ του ἔρριχτε ἀνοιχτά, τὸ φαναράκι, κρεμεζί,
Νὰ βγοῦμε, σὲ ρωτοῦσα, ἐδῶ; Γελώντας μό ῾λεγες, ἐκεῖ,
Καί, νά, ἀνοιγμένο τὸ πανί, μὲς σὲ σπιλιάδες καὶ ριπές,
Γιὰ γοῦστο τό ῾χαμε ἀναμμένο στὸ κοντάρι.
Πελάδα ἐδῶ, πελάδα ἐκεῖ, τὰ κότσαλα, ἡ ἀνεμικὴ
Πά᾿ στὰ ρηχὰ τὸ ξέσερνε καὶ τὸ κυλοῦσε πάλι.
Οἱ πόθοι μας τραβούσανε μακριά, καὶ τὰ ὄνειρά μας
Στὰ μάτια σου σπιθίζανε τοῦ φεγγαριοῦ οἱ ἀναλαμπὲς
Κι ὁ στεριανὸς μᾶς ἔσπρωχνε πρὸς τὸ κανάλι.
Καὶ ἡ ἀφρισμένη θάλασσα, ἡ ὁλόγυρά μας.
Μιλτιάδης Μαλακάσης (Τραγουδάκι της Λιμνοθάλασσας)

Σάββατο, 6 Οκτωβρίου 2012

Salzburg

Το βράδυ ακούγεται η κραυγή των νυχτερίδων,
δυο μαύρα άλογα καλπάζουν στο λιβάδι,
θροΐζει κόκκινο σφεντάμι.
Ο οδοιπόρος· το μικρό καπηλειό στον δρόμο του προβάλλει.
Θαυμάσια η γεύση τους: φρέσκο κρασί και καρύδια.
Θαυμάσια: μεθυσμένος να τρεκλίζεις στο μισοσκότεινο δάσος.
Μέσα απ’ τα μαύρα κλαδιά θλιβερές αντηχούν οι καμπάνες.
Και στο πρόσωπο στάζει δροσιά.
Georg Trakl (Προς το βράδυ η καρδιά μου)

Πέμπτη, 4 Οκτωβρίου 2012

Café de Flore

Κατήργησα το δωμάτιο όπου κοιμάμαι, όπου ονειρεύομαι,
Κατήργησα την εξοχή και την πόλη όπου περνώ
Όπου ονειρεύομαι ξυπνητός, όπου ο ήλιος ανατέλλει,
Όπου, μέσα στα σβησμένα μάτια μου, το φως σωρεύεται.

Κόσμος στην τύχη, χωρίς επιφάνεια και χωρίς βάθος,
Θέλγητρων που αλησμονήθηκαν ευθύς μόλις αναγνωρίστηκαν,
Η γέννηση κι ο θάνατος ανακατεύουν το μίασμά τους
Μες τις πτυχές της γης και του ουρανού που μπλέχτηκαν.

Τίποτα δεν ξεχώρισα μα έκαμα την καρδιά μου δυο.
Αγαπώντας, τα πάντα δημιούργησα: πραγματικό, φανταστικό.
Έδωσα τη λογική της, το σχήμα της, τη θέρμη της
Και τον αθάνατο ρόλο της σ' εκείνη που με φωτίζει.
Paul Eluard (Χάρις στην αγάπη)

Κυριακή, 30 Σεπτεμβρίου 2012

Φωτογραφίζοντας...

Σ᾿ αὐτὴν ἐδῶ τὴ γειτονιὰ
σ᾿ αὐτὰ ἐδῶ τὰ μερὴ
ὁ φωτογράφος θά ῾πρεπε
νὰ ἤτανε ξεφτέρι
νά ῾ταν τεχνίτης, μερακλὴς
κι ἀπ᾿ ὀμορφιὰ νὰ ξέρει.
Σ᾿ αὐτὴν ἐδῶ τὴ γειτονιὰ
ἂς ἤμουν φωτογράφος
νὰ ὑπηρετῶ τὴν ὀμορφιὰ
μὲ τέχνη καὶ μὲ πάθος.
Νά ῾ρχοντ᾿ ὀμορφοκόριτσα
καὶ λαϊκὲς παρέες
νὰ παίρνουν πόζες ὄμορφες
καμαρωτὲς κι ὡραῖες
γιὰ εἰκοσιτετράωρες
καὶ ἑβδομαδιαῖες.
Ντίνος Χριστιανόπουλος (Ο Φωτογράφος)

Τρίτη, 25 Σεπτεμβρίου 2012

Προποντίδα


Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα
μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα
λυπητερά,
πώς η ψυχή μου σέρνεται μαζί σας!
Είναι χυμένη από τη μουσική σας
και πάει με τα δικά σας τα φτερά.
Σας γέννησε και μέσα σας μιλάει
και βογγάει και βαριά μοσκοβολάει
μια μάνα, καίει το λάγνο της φιλί
κι είναι της Μοίρας λάτρισσα και τρέμει
ψυχή όλη σάρκα, σκλάβα σε χαρέμι
η λαγγεμένη Ανατολή.
Μέσα σας κλαίει το μαύρο φτωχολόι,
κι όλα σας, κι η χαρά σας, μοιρολόι
πικρό κι αργό,
μαύρος, φτωχός και σκλάβος και ακαμάτης
στενόκαρδος, αδούλευτος,. – διαβάτης
μ’ εσάς κι εγώ.
Στο γιαλό που του φύγαν τα καϊκια
και του μειναν τα κρίνα και τα φύκια,
στ’ όνειρο του πελάου και τ’ ουρανού
άνεργη τη ζωή να ζούσα κι έρμη,
βουβός, χωρίς καμιάς φροντίδας θέρμη,
με τόσο νου,
όσος φτάνει σα δέντρο για να στέκω
και καπνιστής με τον καπνό να πλέκω
δαχτυλιδάκια γαλανά
και κάποτε το στόμα να σαλεύω
κι απάνω του να ξαναζωντανεύω
τον καημό που βαριά σας τυραννά
κι όλο αρχίζει, γυρίζει, δεν τελειώνει.
Και μια φυλή ζει μέσα σας και λιώνει
και μια ζωή δεμένη σπαρταρά,
γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα,
λυπητερά.
Κωστής Παλαμάς (Ανατολή)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου