Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012

β. τσιτσανηςδηλητηριο στη φλεβα.


Β. Τσιτσάνης: Δηλητήριο στη φλέβα

Ένα από τα ωραιότερα –προσωπικά το θεωρώ ως το καλλίτερο– τραγούδια που έγραψε ο Τσιτσάνης κατά την ύστερη φάση της καριέρας του (και της ζωής του, γιατί στους λαϊκούς δημιουργούς η καριέρα συμβαδίζει, ταυτίζεται με τη ζωή) είναι αυτό το καμηλιέρικο ζεϊμπέκικο που αναφέρεται στην χρήση ηρωίνης.
Το ρεμπέτικο δεν δίσταζε, ούτε ντρεπόταν να μιλήσει για την κατανάλωση ουσιών. Το αντίθετο μάλιστα: Η χρήση τους ουκ ολίγες φορές εκλαμβάνεται ως απόδειξη λεβεντιάς, μαγκιάς και ασικλικιού. Αλλά ο ρεμπέτης –και κατ’ επέκτασιν το τραγούδι του– κατέφευγε σε ουσίες που τον ενέτασσαν και τον διατηρούσαν μέσα στη συγκεκριμένη κλειστή κοινότητα –δηλαδή το αλκοόλ, το χασίς, την νικοτίνη. Οι ρεμπέτες ήταν εχθρικοί απέναντι στην ηρωίνη, που δεν χαυνώνει απλώς, αλλά απομονώνει το άτομο από την κοινότητα και το καθιστά ευάλωτο στον έξω κόσμο. Ο πρεζάκιας αντιμετωπίζονταν με περιφρόνηση κι εξορίζονταν από την κοινότητα της μαγκιάς. Τα ελάχιστα τραγούδια που μας σώζονται για το θέμα (ο περίφημος Πόνος του πρεζάκια του Ανέστου Δελιά, που συζητήσαμε σε παλιότερη ανάρτηση, ο Πρεζάκιας του Γιοβάν Τσαούς, ο Νικοκλάκιας του Ευάγγελου Παπάζογλου και ο Κοχλαράκιας) αναφέρονται ακριβώς σε αυτή την περιφρόνηση και την εξορία, την ξεφτίλα, που βίωνε ο πρεζάκιας. [Για το θέμα δείτε το εξαιρετικό βιβλίο του φίλου Ν. Καλαποθάκου].
Ο Τσιτσάνης έχει γράψει ως γνωστόν μερικά από τα ωραιότερα χασικλίδικα, αν και ο ίδιος ουδέποτε παραδέχτηκε ότι υπήρξε χρήστης. Είχε όμως και την φιλοδοξία να γράψει ένα τραγούδι για την ηρωίνη –είναι αυτού του είδους οι φιλοδοξίες που διαφοροποιούσαν τον Τσιτσάνη από τον Μάρκο. Το είχε αποπειραθεί και άλλοτε, αλλά χωρίς επιτυχία. Το Κλάψε μανούλα μου γλυκιά, που αφηγείται την ιστορία ενός χρήστη ηρωίνης, δεν είναι κακό τραγούδι, αλλά οπωσδήποτε δεν είναι και σπουδαίο. Μελοδραματικό και διδακτικό υπέρ του δέοντος μαρτυρά το άγχος του λαϊκού δημιουργού να ανταποκριθεί στην πολλαπλή πίεση που του ασκούσαν οι «έντεχνοι», οι λαϊκοί των τουρκογύφτικων, η λογοκρισία, ο μικροαστικός ηθικισμός που γιγαντωνόταν και κατάπινε σιγά-σιγά τολαϊκό ήθος. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που το συγκεκριμένο τραγούδι απόμεινε στο συρτάρι του και ανασύρθηκε μετά τον θάνατό του.
Όπως πολλά αριστουργήματα του ρεμπέτικου και του λαϊκού, το Δηλητήριο στη φλέβα μοιάζει με απλό τραγουδάκι: Ακολουθεί παραδοσιακούς δρόμους και αρχαίους ρυθμούς, έχει λίγες νότες και απλά λόγια.
Η απλότητά του όμως δεν αναιρεί το βάθος –το αντιθετο μάλλον.
Γιατί ο Τσιτσάνης μέσα σε 3 λεπτά κατορθώνει να είναι ταυτόχρονα κρυπτικός και αποκαλυπτικός, άμεσος και υπαινικτικός, ρεαλιστής και ποιητικός.
Η εικόνα του πρώτου δίστιχου (Δηλητήριο στη φλέβα / είναι το δικό μου αίμα) είναι μια από τις πλέον δραστικές του λαϊκού τραγουδιού –δεν σε εγκαταλείπει, σε κυνηγάει. Το δεύτερο δίστιχο επιτείνει την δραματικότητά του και ταυτόχρονα την υπονομεύει με το μακάβριο χιούμορ του (Και οχιά να με τσιμπήσει / κι αυτή, καλέ μου, θα ψοφήσει).
Στο δεύτερο κουμπλέ ο Τσιτσάνης μας παρουσιάζει όλα τα στοιχεία της πρεζάκικης ζωής: Το βελόνι, την παράγκα, τον σεβντά που παρά την χρήση δεν λέει να καταλαγιάσει. Όλη αυτή η δυστυχία δινεται με λιτό και ουδέτερο τρόπο, που δεν έχει καμιά σχέση με τον συναισθηματισμό του Κλάψε με.
Στο τρίτο και τελευταίο κουμπλέ μας ο Τσιτσάνης μας προτείνει την δική του εναλλακτική: Ουζάκια στο ταβερνάκι της γειτονιάς. Μόνο η γλυκιά λευκότητά του, μέσα στην συμποτική κοινότητα της ταβέρνας, μπορεί να καταπραΰνει τον σεβντά και όχι η μόνωση της άθλιας παράγκας.
Αυτή η τελευταία στροφή βέβαια δείχνει ίσως ότι ο Τσιτσάνης δυσκολευόταν πλέον να παρακολουθήσει την τροπή που έπαιρναν τα πράγματα. Οι μαχαλάδες –απομεινάρια των παλαιών κοινοτήτων – συντρίβονταν μέσα στην δίνης μιας εκ των ενόντων αστικοποίησης. Δεν υπήρχαν πλέον κοινότητες και ο απόβλητος, αλλά κατά κάποιο τρόπο όλοι μονωνόμασταν, απομακρυνόμασταν από την ασφάλεια και την τάξη που παρείχε ο Παλαιός Κόσμος. Με άλλα λόγια, οι τελευταίοι στίχοι δείχνουν ότι ο Τσιτσάνης, όταν έγραφε το τραγούδι του, είχε πιο πολύ στο νου του τον πρεζάκια του ‘30 και όχι εκείνον των τελών του ’70 (το τραγούδι κυκλοφόρησε το 1978).
Κι έπειτα, οι σύγχρονοι ταβερνιάρηδες δεν πρόκειται να γεμίσουν τα ποτήρια των μπατήριδων. Θα διαμαρτυρηθεί η υπόλοιπη πελατεία ούτως ή άλλως…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου